Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

H Εκπαίδευση στη Υπηρεσία της Φεουδαρχίας; (Πρώτη Δημοσίευση στο περιοδικό ΑΝΤΙ, 2007)


Ο Φ. Ένγκελς γράφει σε μια επιστολή του προς τον Ε. Μπερνστάιν (12 Μαρτίου 1881) «…είναι απλή απάτη να αποκαλείται «σοσιαλισμός»[1] κάθε παρέμβαση του κράτους στον ελεύθερο ανταγωνισμό, όπως διαδίδεται από την αστική τάξη του Μάντσεστερ, φυσικά για το δικό της συμφέρον,…» Παρακάτω αναφέρει «…αυτός ο ισχυριζόμενος «σοσιαλισμός» στοχεύει, μεταξύ άλλων, στη μετατροπή  όσο το δυνατόν περισσότερων προλετάριων σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους, που εξαρτώνται από το κράτος, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα νέο στρατό πειθαρχημένων δημοσίων υπαλλήλων…». Ο Κ. Μαρξ χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό προοδευτικό σύστημα που, σε αντιδιαστολή με την φεουδαρχία, χαρακτηρίζεται από δημιουργικότητα, κινητικότητα, ευελιξία και προσαρμοστικότητα  σε νέα περιβάλλοντα. Αντίθετα η φεουδαρχία χαρακτηρίζεται από οπισθοδρομικότητα, αντίδραση στο νέο και στην κοινωνική κινητικότητα.

Η άρχουσα φεουδαρχική ελίτ, προκειμένου να προστατεύσει τα ταξικά της συμφέροντα, προσπαθεί να δημιουργήσει έναν κυματοθραύστη, ώστε να περιορίσει την κοινωνική κινητικότητα. Ειδικότερα όμως ενδιαφέρεται για την κινητικότητα που αφορά την ίδια, δηλαδή, την είσοδο στην ελίτ ανθρώπων προερχόμενων, είτε από το προλεταριάτο, είτε από τη μικροαστική τάξη. Σύμφωνα με τα παραπάνω γραφόμενα του Ενγκελς, τον ρόλο του κυματοθραύστη καλείται να παίξει ο στρατός των δημοσίων υπαλλήλων. Όσο περισσότεροι είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι, τόσο μειώνεται η επιχειρηματικότητα. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτον, το όραμα των πολιτών της χώρας για τον σοσιαλισμό εξυπηρετείται από την εξασφάλιση μιας θέσης στον δημόσιο τομέα, καθώς οι πολίτες θεωρούν ότι η είσοδος στον δημόσιο τομέα οδηγεί προς τον «σοσιαλισμό». Δεν είναι πλέον απαραίτητη η γνώση, η δημιουργικότητα και η φαντασία, που σύμφωνα με τον J. Schumpeter, είναι αναγκαίες για την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Το σύστημα παραμένει φεουδαρχικό, σύμφωνα με τον Ενγκελς. Δεύτερον, η μεγέθυνση του δημοσίου τομέα καθιστά αναγκαία την ύπαρξη έργου που πρέπει να εκτελούν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Το σύστημα γιγαντώνεται και αυτοτροφοδοτείται, τόσο από τον όγκο, όσο και τη πολυμορφία του νομοθετικού και γραφειοκρατικού μηχανισμού. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι δύσκολο, ίσως και αδύνατον, να αναπτυχθεί η όποια επιχειρηματικότητα. Καθώς λοιπόν δεν δημιουργούνται νέες επιχειρήσεις δεν κινδυνεύει η πρωτοκαθεδρία της άρχουσας φεουδαρχικής ελίτ.

Πολλές μελέτες έδειξαν ότι η εκπαίδευση αποτέλεσε τον βασικό μηχανισμό κοινωνικής κινητικότητας σε όλες τις χώρες της δύσης, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι σήμερα. Σε χώρες καπιταλιστικές, η επιβίωση του συστήματος δεν εξαρτάται από την επιβίωση της άρχουσας ελίτ, αλλά από την διαρκή ανανέωση. Το καπιταλιστικό σύστημα ανελίσσεται με τον θάνατο των γηρασμένων και την γέννηση του καινούργιου[2].  Η δυναμική του συστήματος εξυπηρετείται από την ύπαρξη ενός συνεχώς εξελισσόμενου και βελτιούμενου εκπαιδευτικού συστήματος, το όποιο βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με την κοινωνία και την οικονομία. Γι’ αυτόν τον     λόγο τα πανεπιστήμια των ΗΠΑ θεωρούνται τα κορυφαία του κόσμου.[3]

Ελλάδα και Φεουδαρχική Τάξη

Ας έλθουμε τώρα στην χώρα μας. Η τελευταία εικοσιπενταετία χαρακτηρίζεται ως μια περίοδος γιγάντωσης του δημόσιου τομέα, αύξησης του στρατού των δημοσίων υπαλλήλων, εκπληκτικής ανόδου του κόστους διατήρησης του γραφειοκρατικού μηχανισμού και τερατώδους γιγάντωσης της νομοθετικής πολυπλοκότητας. Ακολουθώντας τα βήματα της φεουδαρχικής ελίτ του Μάντσεστερ, που κριτικάρισε ο Ένγκελς, η πολιτική που ακολουθήθηκε ήταν πολιτική διατήρησης ενός φεουδαρχικού συστήματος με τον περιορισμό της κινητικότητας προς την άρχουσα φεουδαρχική ελίτ. Οι μοναδικές εξαιρέσεις κινητικότητας μετρώνται στα δάχτυλα ενός χεριού και οι περισσότερες από αυτές ήταν κρατικά χρηματοδοτούμενες. Τα υπόλοιπα «τζάκια» είναι αυτά που δημιουργήθηκαν μέχρι την δεκαετία του 1960.
Δεν άρκεσε όμως μόνο η δημιουργία ενός τεράστιου γραφειοκρατικού δημόσιου τομέα με το στρατό των δημοσίων υπαλλήλων, πιστών στην άρχουσα φεουδαρχική ελίτ. Έπρεπε να διακοπεί και η όποια δυνατότητα κινητικότητας υπήρξε στις προηγούμενες δεκαετίες μέσω της εκπαίδευσης και κυρίως της δημόσιας. Η άρχουσα ελίτ έπρεπε να προστατευθεί για να μην υπάρξει επανάληψη της κατάστασης του 1950-1960, οπότε δημιουργήθηκε μια νέα γενιά επιχειρηματιών, στελεχών και επιστημόνων. Τον ρόλο της τροχοπέδης θα έπαιζε η εκπαίδευση. Αφού η καλή εκπαίδευση συντελεί στην κοινωνική ανέλιξη, η κακή θα βοηθήσει στην παρεμπόδιση της. Ξεκίνησε λοιπόν μια διαδικασία υποβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης. Το κτύπημα της δημόσιας εκπαίδευσης, σε όλες τις βαθμίδες, ήλθε από δύο μεριές. Το υπουργείο παιδείας, με τις συνεχείς νομοθετικές παρεμβάσεις, κατάφερε να αποδιοργανώσει τελείως το δημόσιο σχολείο. Οι πραγματικοί εκπαιδευτικοί γνωρίζουν πολύ καλά τι συμβαίνει, όμως είναι η σιωπηλή πλειοψηφία[4]. Έβλεπαν, όμως, ό,τι και αυτή κρατική παρέμβαση μπορούσε να αποδειχθη ανεπαρκής. Το δημόσιο σχολείο ότι μπορούσε να αντισταθεί μέσα από το μεράκι των δασκάλων. Σε αυτό το σημείο κλήθηκαν να αναλάβουν δράση οι συνδικαλιστικές ηγεσίες. Με το πρόσχημα της προάσπισης των δικαιωμάτων των δασκάλων και της δημόσιας δωρεάν παιδείας, προχώρησαν σε ανούσιες μακροχρόνιες απεργίες, καλή ώρα όπως αυτή των ημερών μας.
Σε μια δεκαετία το δημόσιο σχολείο απαξιώθηκε σε μεγάλο βαθμό, ενώ τα ιδιωτικά σχολεία, που στις προηγούμενες δεκαετίες ήταν τα σχολεία της εύκολης αποφοίτησης για τους πολύ αδύνατους μαθητές, άρχισαν να ξεχωρίζουν και να συγκεντρώνουν άριστους και πολύ καλούς μαθητές. Η ραγδαία ανάπτυξη των ιδιωτικών σχολείων, ταυτόχρονα με τη συνεχή επέκταση των ιδιωτικών φροντιστηρίων και ιδιαιτέρων μαθημάτων, υπήρξε μια συντριπτική ταξική επίθεση κατά των χαμηλών εισοδηματικών τάξεων, όπως των ιδιωτικών υπαλλήλων, των εργατών και των φτωχών αγροτών. Πολιτών δηλαδή που δεν είχαν την δυνατότητα να στείλουν το παιδί τους σε ιδιωτικό σχολείο, και αρκούνταν στην συνεχώς υποβαθμιζόμενη δημόσια εκπαίδευση. Ταυτόχρονα, η πρόσβαση στα πανεπιστήμια έγινε δύσκολή, καθώς το κόστος της φροντιστηριακής εκπαίδευσης αυξήθηκε σημαντικά, λόγω της πτώσης του δημοσίου σχολείου και επακόλουθης αύξησης της ζήτησης για φροντιστηριακή εκπαίδευση. Η άρχουσα φεουδαρχική ελίτ έχει θριαμβεύσει. Η δευτεροβάθμια, κυρίως, εκπαίδευση έχει αποσαρθρωθεί πλήρως. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε και στους διεθνείς διαγωνισμούς, που διοργανώνει ο ΟΟΣΑ, στους οποίους τα ελληνόπουλα καταλαμβάνουν συνεχώς τις τελευταίες θέσεις. Οι συνδικαλιστές έχουν κάνει περίφημα τη δουλειά τους και ανταμείβονται με θέσεις.
Η ελεύθερη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση  αποτέλεσε μια σημαντική καινοτομία που εφεύρε η άρχουσα ελίτ της χώρας, προκειμένου να απαξιώσει ακόμη περισσότερο την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η «εξίσωση» ΤΕΙ και ΑΕΙ, παράλληλα με τη δημιουργία πανεπιστημιακών τμημάτων και τμημάτων ΤΕΙ σε κάθε πόλη και χωριό, οδήγησαν κατ’ αρχή σε αύξηση φοιτητών. Όμως η κοινωνιολογική  ανάλυση των φοιτητών και σπουδαστών, που γράφτηκαν και φοιτούν σε περιφερειακά ΤΕΙ και ΑΕΙ, αποκαλύπτει αμέσως ότι προέρχονται από φτωχές εισοδηματικές τάξεις, κυρίως από την επαρχία ή τις υποβαθμισμένες συνοικίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Ιδιαιτέρα αυτοί που εισάχθηκαν με βαθμούς κάτω από την βάση. Θα αναρωτηθεί όμως ο αναγνώστης γιατί αποτέλεσε κόλπο της άρχουσας ελίτ αφού, λόγω αυτής της καινοτομίας, μπήκαν σε κάποιο ΤΕΙ ή ΑΕΙ φτωχά παιδιά. Οι φοιτητές αυτοί έχουν πολύ χαμηλό σχεδόν μηδαμινό γνωσιολογικό υπόβαθρο, κυρίως για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω. Εισερχόμενοι λοιπόν σε μια τριτοβάθμια σχολή είναι σχεδόν βέβαιο ότι δε θα καταφέρουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Κατά τη διάρκεια όμως των σπουδών τους η οικογένεια έχει δαπανήσει, ύστερα από μεγάλες στερήσεις, χιλιάδες ευρώ σε τουριστικές κα όχι μόνο υπηρεσίες στον τόπο της σχολής τους (περίπου 600-800 ευρώ ανά μήνα ανέρχεται το κόστος της σπουδής σε άλλη πόλη, δηλαδή περίπου 25000-30000 ευρώ για το σύνολο των σπουδών τους). Με άλλα λόγια η κεντρική εξουσία (εάν θέλετε η άρχουσα ελίτ) ασκεί κοινωνική περιφερειακή πολιτική, όχι με  μεταφορά πόρων από τις υψηλές εισοδηματικά τάξεις, αλλά από τις φτωχές οικογένειες, προς τους ιδιοκτήτες ακινήτων και τους εστιάτορες των πόλεων υποδοχής φοιτητών. Εάν αυτό δε αποτελεί ταξική επίθεση τότε δυσκολεύομαι να καταλάβω τι συνιστά ταξική επίθεση.
Η τελική επίθεση της άρχουσας φεουδαρχικής ελίτ έχει ξεκινήσει, μέσω των οργάνων της των συνδικαλιστών, τα τελευταία δύο χρόνια, με αφορμή την προσέγγιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας με τα εκπαιδευτικά συστήματα τα Ευρώπης, στα πλαίσια της δημιουργίας το Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Φοβήθηκαν, δηλαδή, μήπως μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα πανεπιστήμια της χώρας ξεφύγουν από το τέλμα που τα οδήγησαν. Έρχεται μια νέα γενιά συνδικαλιστών, αυτοί της ΠΟΣΔΕΠ, και με ιδεολογήματα του τύπου «να διαφυλάξουμε το δωρεάν δημόσιο χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» προσπαθούν να σαμποτάρουν κάθε προσπάθεια εναρμόνισης της χώρας με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Φοβούνται μήπως τα Ελληνικά πανεπιστήμια γίνουν σαν τα πανεπιστήμια της Ουτρέχτης,  της Στοκχόλμης,  της Τουλούζης, του Εδιμβούργου. Αυτές οι εξελίξεις είναι επικίνδυνες. Καλή η ΕΕ, αλλά μόνο για να δίνει κονδύλια για την άρχουσα φεουδαρχική ελίτ, όχι για να φτιάξουμε σωστή εκπαίδευση και στο τέλος καπιταλισμό. Η φεουδαρχία είναι το καθεστώς που αρμόζει στην Ελλάδα
Στην χώρα δεν έχει αναπτυχθεί αστική τάξη (καπιταλιστές) με τα χαρακτηριστικά των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών της δύσης. Σύμφωνα με τον Εγκελς «…αυτός ο ισχυριζόμενος «σοσιαλισμός» δεν είναι τίποτε άλλο από μια φεουδαρχική αντίδραση και μια πρόφαση για την άντληση χρήματος…». Οι απεργίες τελικά στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα ήταν ταξικές όμως προς όφελος της άρχουσας φεουδαρχικής τάξης. Τι κάνουν όμως τα κόμματα; Τι κάνει η κοινωνία;




[1] Τα εισαγωγικά στην λέξη σοσιαλισμός είναι του ίδιου του Ενγκελς.
[2] Αυτός είναι και λόγος για το οποίο στις ΗΠΑ, την πλέον αναπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία, δεν διστάζουν να κλείσουν επιχειρήσεις- κολοσσούς όταν αυτές δεν μπορούν  να ανταποκριθούν στις  απαιτήσεις του νέου περιβάλλοντος, και δεν προσπαθούν να τις σώσουν με οποιοδήποτε μέτρο. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι η αγορά θα καλύψει το κενό που θα αφήσουν με καλύτερο τρόπο από αυτές. Θα ήταν ενδιαφέρον για τον αναγνώστη να εξετάσει πόσες από τις επιχειρήσεις, που βρίσκονταν στις 500 μεγαλύτερες των ΗΠΑ πριν από 50 χρόνια, εξακολουθούν να βρίσκονται εκεί ή ακόμη και να βρίσκονται στη ζωή. 
[3] Στην αξιολόγηση του Πανεπιστημίου της Σαγγάης (2005), τα 9 από τα 10 πρώτα παγκοσμίως πανεπιστήμια είναι αμερικάνικα.
[4] Είναι τραγικό πώς το εκπαιδευτικό σύστημα που οργανώθηκε παίρνει ένα νέο δάσκαλο της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που ξεκινά με οράματα και μεράκι, και σε δύο- τρία χρόνια τον μετατρέπει σε έναν γραφειοκράτη, απλό διεκπεραιωτή της  ύλης. 

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

Παρουσίαση βιβλίου στην Καλαμαριά-«ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»

Το βιβλίο «ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ», που συνέγραψαν  ο Νικόλαος Βαρσακέλης (Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ.), o Χριστόδουλος Κουτσουλιάνος (Διευθυντής ΚΔΕΚΠΑ Καλαμαριάς) και η Ευαγγελία Ζήκου (υποψήφια διδάκτορας του Α.Π.Θ.), παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία και την παρουσία τουλάχιστον 250 ατόμων, στο θεατράκι της Χηλής το Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010.

Το βιβλίο προλόγισαν ο Γιώργος Χατζηκωνσταντίνου Γενικός Γραμματέας Μακεδονίας-Θράκης, Καθηγητής Οικονομικής Θεωρίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ο Γιάννης Χατζηδημητρίου, Καθηγητής, Πρύτανης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και ο Βασίλης Θωμαίδης, Πρόεδρος της COMPUCON και Αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος. Τη συζήτηση συντόνισε ο Κωσταντίνος Μπουρλετίδης, ειδικός σύμβουλος του Αντιπρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστήμιου Αθηνών. 

Tο βιβλίο είναι διαρθρωμένο σε δυο μέρη. Το πρώτο αποτελεί μια εισαγωγή στο ρόλο της επιχειρηματικότητας στην εθνική και τοπική οικονομική ανάπτυξη και στην συνέχεια παρουσιάζονται οι πολιτικές που μπορεί να αναπτύξει η τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.
 Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται επιτυχημένα παραδείγματα πόλεων και περιοχών από την Αμερική τον Καναδά την Αυστραλία και την Ευρώπη που με πρωτοβουλία της τοπικής αυτοδιοίκησης εφάρμοσαν πολιτικές για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.
Το βιβλίο, έκδοση της Κοινωφελούς Δημοτικής Επιχείρησης Καλαμαριάς (ΚΔΕΚΠΑΚ), αποτελεί ένα εργαλείο πολιτικής στα χέρια της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης.


Η κεντρική διάθεση του βιβλίου γίνεται από τις Εκδόσεις ΖΥΓΟΣ "Ι.Μάρκου και Υιος. Ο.Ε." Αγγελάκη 18, Θεσσαλονίκη, τηλ 2310271055.

Τελικά το Πρόγραμμα «Καποδίστριας» βοήθησε;


 Σε λίγες μέρες οι Έλληνες πολίτες θα ψηφίσουν για την εκλογή των αιρετών αρχόντων των νέων «Καλλικρατικών» δήμων. Οι νέοι δήμοι έχουν προκύψει από την συγχώνευση των παλαιότερων δήμων και κοινοτήτων που και εκείνοι ήταν αποτέλεσμα συγχώνευσης! Φτάσαμε λοιπόν με την διαδοχική διαδικασία συγχωνεύσεων από των Ελλήνων τις κοινότητες στους μεγάλους δήμους.
Σύμφωνα με αυτούς που υποστηρίζουν την συγχώνευση, μια από τις βασικές ωφέλειες που θα προέκυπταν από το πρόγραμμα «Καποδίστριας» και το πρόγραμμα «Καλλικράτης» είναι η εξοικονόμηση χρηματικών πόρων μέσω της εκμετάλλευσης των οικονομιών κλίμακας. Οι μεγάλοι οργανισμοί θεωρείται ότι μπορούν να παράγουν με χαμηλότερο κόστος.
Γεγονός όμως είναι ότι σε γνώση των πολιτών αυτής της χώρας δεν έφτασε καμία μελέτη για τα αποτελέσματα του προηγούμενου προγράμματος συγχωνεύσεων (πρόγραμμα «Καποδίστριας») όπως πχ. οικονομικό κόστος, απασχόληση, ποιότητα παροχής υπηρεσιών προς τους πολίτες. Προχωρούμε λοιπόν στο επόμενο κύμα συγχωνεύσεων χωρίς να έχουμε αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα του προηγούμενο βήματος.
Ας δούμε λοιπόν με μια πρόχειρη ματιά τι έγινε από το 1999 (πρώτο έτος εφαρμογής του προγράμματος «Καποδίστριας»)μέχρι το 2009 στις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού προς την τοπική αυτοδιοίκηση. Δυστυχώς στοιχεία από τους κρατικούς προϋπολογισμούς για το προηγούμενο έτος, τελευταίο έτος πριν από την εφαρμογή του προγράμματος δεν βρέθηκαν στο διαδίκτυο. Μόνο η στατιστική υπηρεσία προσφέρει μια  διαφορετική κατηγοριοποίηση των εσόδων της τοπικής αυτοδιοίκησης για το έτος 1998 και 1999. Από εκεί προκύπτει ότι τα έσοδα της τοπικής αυτοδιοίκησης μεταξύ του 1998 και του 1999 αυξήθηκαν κατά 6,8% περίπου. Άρα η πορεία αύξησης των εσόδων της τοπικής αυτοδιοίκησης δηλαδή των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού είχε αυξητική πορεία από τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του προγράμματος. Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται τα στοιχεία από τον κρατικό προϋπολογισμό. Όπως προκύπτει λοιπόν, μεταξύ 1999 και 2009 οι συνολικές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού προς την τοπική αυτοδιοίκηση αυξήθηκαν κατά 160% ή με μέση ετήσια αύξηση 16%. Στον πινάκα παραθέτουμε και τη συνολική και την μέση ετήσια αύξηση κατά κατηγορία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η δαπάνη για την κάλυψη της αμοιβής-χορηγίας των δημάρχων και των προέδρων των κοινοτήτων. Όπως προκύπτει, οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 154,8% ή 15,4% τον χρόνο, από 20 εκατ. Ευρώ περίπου το 1999 σε 70 εκατ. ευρώ περίπου το 2009 (βλ. Διάγραμμα). Να σημειώσουμε ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της χώρας σε σταθερές τιμές αυξήθηκε μόλις κατά 35,9% ή με μέση ετήσια αύξηση 3,59%.
Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι οι προβλεπόμενες οικονομίες κλίμακας που θα προέκυπταν από την εφαρμογή του προγράμματος «Καλλικράτης» δεν φαίνεται να πραγματοποιήθηκαν. Αντίθετα παρατηρήσαμε μια ραγδαία αύξηση του κόστους της τοπικής αυτοδιοίκησης.  Η αύξηση αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποδοθεί στις νέες υπηρεσίες που πρόσφεραν οι δήμοι καθώς οι περισσότερες από αυτές όπως πχ. το πρόγραμμα «βοήθεια στο σπίτι», ξεκίνησαν και μέχρι πρόσφατα συνέχισαν με την υποστήριξη της ΕΕ.
Τέλος να σημειώσουμε ότι λόγω του μεγέθους των νέων δήμων κατέστη δυνατός, και ίσως πιο ευρύς, ο δανεισμός τους από το τραπεζικό σύστημα με αποτέλεσμα πολλοί δήμοι να είναι υπερχρεωμένοι με δάνεια.
Συνεπώς, η μέχρι σήμερα οικονομική πορεία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, όσον αφορά την μείωση του κόστους και γενικότερα την οικονομική διαχείριση, δεν φαίνεται να έχει επαληθεύσει τις προσδοκίες των σχεδιαστών των συγχωνεύσεων. Θεωρώ ότι πριν προχωρήσουμε στην επέκταση των συγχωνεύσεων θα πρέπει να προηγηθεί μια επιστημονική μελέτη των επιπτώσεων που είχε το πρόγραμμα «Καποδίστρια», να γίνουν οι απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις και σε βάθος χρόνου να ξαναδούμε εάν θα πρέπει να προχωρήσουμε και σε περαιτέρω συγχωνεύσεις ή να αρχίσουμε να διαλύουμε τις υπάρχουσες.
Όσον αφορά τη ποιότητα της εξυπηρέτησης του πολίτη, καλό θα είναι οι σχεδιαστές να επισκεφθούν μικρές κοινότητες και να ρωτήσουν τους κατοίκους.
Μήπως τελικά κινδυνεύουμε από τις ιδεοληψίες;

Πίνακας
Δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού για την
Τοπική Αυτοδιοίκηση

Αυξηση %1999-2009
Μέση Ετησια αυξηση
Ενισχύσεις -επιχορηγήσεις
49.24%
4.92%
Κεντρικοί αυτοτελείς πόροι
176.32%
17.63%
Αποδόσεις τοπικού χαρακτήρα
51.94%
5.19%
Αποδόσεις σε οΤΑ





Χορηγίες σε δημάρχους + προέδρους
154.84%
15.48%
Συντάξεις δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων
115.99%
11.60%



ΣΥΝΟΛΟ
163.02%
16.30%
Αύξηση του ΑΕΠ
35.90%
3.59%

Τελικά θα χαμογελάσουμε το 2011;


Τον τελευταίο καιρό, με έμφαση όμως κατά την ομιλία του και κατά την συνέντευξη τύπου στην ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός σε συγχορδία με τον υπουργό οικονομίας διαβεβαιώνουν τους Έλληνες πολίτες ότι η ελληνική οικονομία θα αρχίσει να βγαίνει από την βαθιά ύφεση, στην οποία έχει βυθισθεί, το 2011. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να ανατρέξουμε στα βασικά οικονομικά που διδάσκεται ένας φοιτητής οικονομικών στο μάθημα της εισαγωγής στην οικονομική του πρώτου έτους. Εκεί λοιπόν ο φοιτητής διδάσκεται δυο βασικές προσεγγίσεις για τον τρόπο λειτουργίας της μακροοικονομίας.
Η πρώτη προσέγγιση είναι αυτή των κλασικών οικονομολόγων, δηλαδή ο περίφημος Νόμος του Say. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, η προσφορά της οικονομίας, δηλαδή η παραγωγή, δημιουργεί την δική της ζήτηση. Με άλλα λόγια προηγείται η αύξηση της προσφοράς και τα εισοδήματα που δημιουργούνται από την παραγωγή θα διοχετευθούν στην αγορά για την προμήθεια των προϊόντων που έχουν παραχθεί. Ουσιαστικά, όλη η φιλοσοφία πίσω από την λεγόμενη νέα κλασική σχολή στα μακροοικονομικά, που έχει επηρεάσει την άσκηση της οικονομικής πολιτικής τα τελευταία τριάντα χρόνια περίπου, στηρίζεται σε αυτόν τον νόμο. Οι πολιτικοί που εφάρμοσαν τα προτάγματα της νέας κλασικής σχολής  (Ρήγκαν, Θάτσερ κ.α.) με πολιτικούς όρους ονομάστηκαν νεοφιλελεύθεροι. Βασικό εργαλείο της πολιτικής αυτής είναι η ραγδαία μείωση των φορολογικών συντελεστών για τους πλουσίους και τις επιχειρήσεις έτσι ώστε να δοθεί κίνητρο για αύξηση της παραγωγής, η οποία θα δημιουργήσει εισοδήματα που θα χρησιμοποιηθούν στην απορρόφηση των προϊόντων.
Εάν λοιπόν ο πρωθυπουργός και ο υπουργός οικονομίας πιστεύουν σε αυτή την σχολή σκέψης, πράγμα αφύσικο για σοσιαλιστικό κόμμα,  δηλαδή θεωρούν ότι η οικονομία λειτουργεί σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, τότε θεωρούν ότι η αύξηση της προσφοράς θα αυξήσει την ζήτηση και στην συνέχεια θα μπει η χώρα σε ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Εάν όμως δούμε τα στοιχεία της Eurostat (βλέπε πίνακα) για το πρώτο εξάμηνο του 2010 παρατηρούμε ότι η ακαθάριστη προστιθέμενη άξια στην χώρα ακολουθεί πτωτική πορεία από το δεύτερο τρίμηνο του 2009 έως το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και μάλιστα με επιταχυνόμενο ρυθμό. Εάν συνεχιστεί η πορεία αυτή, και ένας νεοφιλελεύθερος θα έλεγε ότι με τόσο υψηλούς φορολογικούς συντελεστές θα συνεχιστεί, τότε η προσφορά – παραγωγή για το επόμενο έτος δεν αναμένεται να αυξηθεί, δηλαδή να έχει θετικό πρόσημο, και συνεπώς και η ζήτηση δεν πρόκειται να αυξηθεί και άρα δεν μπορεί να υπάρξει θετικός ρυθμός ανάπτυξης.
Η δεύτερη προσέγγιση που μαθαίνουν οι φοιτητές είναι το κευνσιανό υπόδειγμα. Δηλαδή, η ζήτηση είναι αυτή που προηγείται και η προσφορά-παραγωγή προσαρμόζεται σε αυτήν. Όταν λοιπόν για οποιονδήποτε λόγο αυξάνει η ζήτηση, οι επιχειρήσεις πωλούν περισσότερα προϊόντα και συνεπώς αυξάνουν την παραγωγή τους για να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη ζήτηση. Ο πρωθυπουργός, σαν σοσιαλιστής, μάλλον θα πρέπει να πρόσκειται στο κεϋνσιανό μοντέλο και αναλύοντας την οικονομία με την χρήση του κεϋνσιανού μοντέλου μάλλον κατέληξε ότι θα υπάρχει ανάκαμψη. Ας δούμε όμως πάλι τα στοιχεία. Η ζήτηση σε μια οικονομία αποτελείται από την κατανάλωση, την επένδυση και τις εξαγωγές. Στην κατανάλωση και επένδυση συμπεριλαμβάνονται τόσο η ιδιωτική όσο και η δημόσια, δηλαδή του κράτους. Εάν δούμε λοιπόν τα στοιχεία της Eurostat, διαπιστώνουμε ότι η συνολική ζήτηση (κατανάλωση και επένδυση μαζί) ακολουθεί πτωτική πορεία με ένα μικρό διάλειμμα το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Ειδικά στο δεύτερο τρίμηνο του 2010 στην ουσία κατέρρευσε, καθώς μειώθηκε κατά 14,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Η τελική κατανάλωση ιδιωτών και δημοσίου μειώθηκε κατά 16,9% και οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου που δημιουργούν θέσεις εργασίας και εισόδημα κατά 13,4%. Από το μνημόνιο γνωρίζουμε ότι τόσο η κατανάλωση όσο και οι επενδύσεις του δημοσίου έχουν μειωθεί ραγδαία με τις δημόσιες επενδύσεις να έχουν μειωθεί για το 2010 κατά 35% περίπου. Τέλος, η εξωτερική ζήτηση ακολουθεί και αυτή πτωτική πορεία με τις εξαγωγές να μειώνονται κατά 17,3% το τελευταίο τρίμηνο, ενώ με τους πολύ αργούς ρυθμούς ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν προβλέπεται γα το επόμενο έτος βελτίωση της κατάστασης.  Άρα ένας κεϋνσιανός θα σας έλεγε ότι εάν με αυτά τα στοιχεία περιμένετε αύξηση του ΑΕΠ μάλλον δεν γνωρίζετε οικονομικά.
Εάν λοιπόν είτε από την μεριά της προσφοράς - παραγωγής εξετάσουμε τα πράγματα είτε από την  μεριά της ζήτηση, το αποτέλεσμα είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανάκαμψη με βάση αυτά τα στοιχεία, τότε από που πηγάζει αυτή  αισιοδοξία του πρωθυπουργού και του υπουργού οικονομίας; Την απάντηση δεν μπορεί να την δώσει οικονομολόγος!

*Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ και Διευθυντής του Εργαστηρίου Οικονομικής Ανάλυσης και Πολιτικής


Πίνακας


2010
Τρ.2
2010
Τρ.1
2009
Τρ.4
2009
Τρ.3
2009
Τρ.2
2009
Τρ.1
2008
Τρ.4
2008
Τρ.3
2008
Τρ.2
2008
Τρ.1
Δαπάνες Τελικής Κατανάλωσης
-16.9
-5.1
0.6
2.3
-0.8
-0.8
0.6
1.0
2.3
0.5
Εγχώρια Ζήτηση
-14.5
4.8
-7.8
-6.1
-6.5
1.0
-1.0
0.7
-1.6
2.2
Εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών
-17.3
-11.5
30.1
-14.6
-0.5
-54.0
5.7
-11.1
5.0
4.6
Εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών
-39.5
18.7
0.4
-22.3
-17.7
-29.7
9.8
-7.2
-8.2
2.0
Ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου
-13.4
-4.6
-3.0
1.5
-9.3
-8.4
1.2
-0.1
0.7

Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία
-3.9
-1.8
-0.4
-0.3
-0.4
0.7
-0.9
0.1
0.6
0.7