Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Ποια είναι η Αριστερά στην Ελλάδα?


Στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις, είπε κάποτε ο Γ. Τσαρούχης. Ο καθένας, βέβαια, έχει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και το ίδιο ισχύει για τους κομματικούς σχηματισμούς. Για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ διατείνονταν κατά την δεκαετία του 70 (υπάρχουν ορισμένοι που το πιστεύουν ακόμη) ότι είχε μαρξιστικές ρίζες. Γι’ αυτό το πορτρέτο του Μαρξ ήταν αναρτημένο στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ (μαζί με το πορτρέτο του Ε. Βενιζέλου!!!). Κανείς δεν βρέθηκε, εκείνη την εποχή, να επισημάνει την λογική αυτή αντίφαση, δηλαδή, πως ένα κόμμα που δέχεται τον μαρξισμό ως θεμελιακό αξίωμα του, δέχεται, ταυτόχρονα, την ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος και για το οποίο διατύπωνε προτάσεις καλύτερης λειτουργίας του στην Ελλάδα. Βέβαια, ο Α. Παπανδρέου γνώριζε κάτι παραπάνω και αναφέρθηκε κάποια στιγμή στον Σαιντ Σιμόν και τον Φουριέ, αλλά για τους υπόλοιπους αυτά ήταν ψιλά γράμματα. Σήμερα, το ΠΑΣΟΚ μάλλον καθάρισε με την ιστορία του.
Τα κόμματα σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικού τύπου μπορούν να διακριθούν σε μαρξιστικά και αστικά. Στην Ελλάδα ως αστικά κόμματα αναγνωρίζουμε, μέχρι σήμερα, το ΠΑΣΟΚ, την ΝΔ και το ΛΑΟΣ. Στα αριστερά όμως του ΠΑΣΟΚ βρίσκονται και άλλα κόμματα που διατείνονται ότι είναι αριστερά. Αναφέρω μόνο τα δύο κοινοβουλευτικά κόμματα, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Τι διακρίνει όμως ένα πραγματικό αριστερό κόμμα από το αριστερό άκρο της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή ένα αστικό κόμμα; Θεωρώ ότι αριστερά είναι η πολιτική παράταξη που στηρίζει την κοσμοθεωρία της στον Μαρξισμό. Η αριστερά είτε θα είναι μαρξιστική είτε θα είναι σοσιαλδημοκρατία (αν και στην Ελλάδα φοβόμαστε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον όρο), όπως ρητά σημειώνει ο Κ. Μαρξ στο κομουνιστικό μανιφέστο.
Τον τελευταίο καιρό ακούμε από τον ΣΥΡΙΖΑ να διατυπώνει μια αριστερή πρόταση διεξόδου από την τρέχουσα κρίση του καπιταλιστικού συστήματος (δες στον ιστότοπο του κόμματος). Όμως, μπορεί η αριστερά να έχει πρόταση πολιτικής διεξόδου από την οικονομική κρίση στο καπιταλιστικό σύστημα; Η προτάσεις πολιτικής ενός κομματικού οργανισμού θα πρέπει να πηγάζουν από την κοσμοθεωρία στην οποία βασίζει την ιδεολογία του. Εάν λοιπόν ο κομματικός οργανισμός διατείνεται ότι ανήκει στην αριστερά, τότε η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι ρητά όχι, διότι αυτό θα σήμαινε την αποδοχή ως γεγονότος της ύπαρξης διεξόδων του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι όμως αντιφάσκει λογικά προς την θεμελιώδη παραδοχή του μαρξισμού ότι τελολογικά ο καπιταλισμός, μέσα από τις κρίσεις του, οδεύει προς την πλήρη κατάρρευση και την δικτατορία του προλεταριάτου. Εάν λοιπόν ένα αριστερό κόμμα προτείνει διέξοδο από την οικονομική κρίση ψεύδεται χαρακτηρίζοντας την αριστερή, δηλαδή μαρξιστική. Εάν όμως η πρόταση πολιτικής είναι σωστή (αληθής), σύμφωνα με την καπιταλιστική λειτουργία, τότε το κόμμα δεν είναι αριστερό αλλά κεντροαριστερό ή σοσιαλδημοκρατικό, δηλαδή αστικό κόμμα. Για παράδειγμα, η διεύρυνση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, όπως διατείνεται ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν αποτελεί αριστερή πρόταση πολιτικής, διότι σε αυτή την περίπτωση όλα τα συντηρητικά κόμματα της Ευρώπης μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ήταν αριστερά, ενώ στην χώρα μας ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα χαρακτηριζόταν ως ακραιφνής μαρξιστής, καθώς στα χρόνια του έγιναν οι μεγαλύτερες κρατικοποιήσεις και η μεγαλύτερη ενεργητική κρατική παρέμβαση.
Δύο δρόμοι λοιπόν. Μια πολιτική παράταξη θα είναι μαρξιστική αριστερά, με ότι αυτό συνεπάγεται, χωρίς όμως προτάσεις πολιτικής για το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά προτάσεις πολιτικής για την προστασία των ασθενέστερων. Ο άλλος δρόμος είναι ο αστικός, είτε ως σοσιαλδημοκρατική παράταξη (κεντροαριστερά), είτε ως συντηρητική παράταξη, που δέχεται στον καπιταλισμό.
Τέλος, θα ήθελα να σημειώσω ότι ο νέος όρος της κεντροαριστεράς μάλλον έχει εφευρεθεί για να δίνει αριστερό προσωπείο σε πολιτικές που αντλούν την θεωρητική τους θεμελίωση από το σύστημα της αγοράς και στοχεύουν στην ανάπτυξη του συστήματος. Το όνομα κεντροαριστερά μπορεί να θεωρηθεί προκάλυμμα της αλλαγής που έχει συντελεστεί στην παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ειδικά στην Ευρώπη.  Δεν είναι τυχαίο ότι ο όρος κεντροαριστερά άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα στην Ευρώπη όταν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ακολούθησαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές ( πχ. Το SPD επί Σρέντερ, το Νέο Εργατικό Κόμμα των Μπλαίρ και Μπράουν). Όσο η σοσιαλδημοκρατία αναφερόταν με το αρχικό της τίτλο, οι πολιτικές της ήταν πιο κοντά στην ισοδιανομή του εισοδήματος. Όταν εφαρμόζει νεοφιλελεύθερη πολιτική χρησιμοποιεί ως προκάλυψη τον όρο «κεντροαριστερά».
Άρα τι είναι τα κεντροαριστερά κόμματα της χώρας μας; Εάν δεν έχουν ως βάση την μαρξιστική θεωρία, τότε δεν μπορούν  να χαρακτηριστούν ως αριστερά αλλά ως αστικά κόμματα. Ανήκουν στην λεγόμενη κεντροαριστερά ή σε παλαιούς όρους σοσιαλδημοκρατία, διότι, δεχόμενα ότι έχουν προτάσεις εφαρμογής στο καπιταλιστικό σύστημα, ταυτόχρονα αποδέχονται ότι δεν ανήκουν στην μαρξιστική αριστερά.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Επιτέλους! Καιρός για μια Στρατηγική Αρχιτεκτονική στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας


Η Θεσσαλονίκη και η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας  (και γενικά η Β. Ελλάδα) είναι οι περιοχές της χώρας οι οποίες υπέστησαν το μεγαλύτερο πλήγμα από τις δυο μεγάλες δομικές αλλαγές της δεκαετίας του 1990, την κατάρρευση του σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη και την ταχεία επέκταση της διεθνοποίησης της παραγωγής (παγκοσμιοποίηση). Τόσο ο ιδιωτικός όσο και ο δημόσιος τομέας δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν το μέγεθος των αλλαγών αυτών, μαθημένοι στο εσωστρεφές οικονομικό σύστημα που επικράτησε στην χώρα μετά το 1950.Ταυτόχρονα όμως με την οικονομική αιμορραγία της Κεντρικής Μακεδονίας προς όφελος των γειτονικών χώρων, η περιοχή έχει υποστεί και σημαντική αιμορραγία προς όφελος της Αττικής. Ειδικά η περίοδος της χρηματιστηριακής έκρηξης του 1999 οδήγησε σε ραγδαία μεταφορά πόρων από την περιφέρεια προς την Αττική με επακόλουθο την μεγέθυνση του οικονομικού χάσματος μεταξύ τους που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.[1]
Σήμερα, η περιοχή αντιμετωπίζει μάλλον με δέος το μέλλον. Βρίσκεται σε μια κατάσταση ζάλης από τις απανωτές αλλαγές αδυνατώντας να διακρίνει την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθεί. Τα παραπάνω προκύπτουν από τον δημόσιο διάλογο που έχει αναπτυχθεί. Η θέσπιση όμως της περιφερειακής αυτοδιοίκησης αλλάζει τα δεδομένα και δίνει την δυνατότητα χάραξης και εφαρμογής μιας στρατηγικής ανεξάρτητα από τις βουλές του κεντρικού κράτους. Μέρος αυτής της στρατηγικής θεωρώ ότι αποτελεί η υιοθέτηση μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής σε περιφερειακό επίπεδο. Η νέα αυτή βιομηχανική πολιτική θα έχει ως κύριο άξονα την ανάπτυξη της ενδογενούς επιχειρηματικότητας, όπως έξαλλου ήταν η παράδοση της πόλης και της περιφέρειας.
Η βιομηχανική πολιτική που εφάρμοσε η χώρα μετά το 1950  είχε δυο στόχους. Πρώτος στόχος ήταν ή προσέλκυση μεγάλων παραγωγικών μονάδων από τα εξωτερικό, πολυεθνικές εταιρείες οι οποίες θα επέλεγαν την Ελλάδα για να εκμεταλλευθούν το σχετικά χαμηλό εργασιακό κόστος και τα κίνητρα για προσέλκυση επενδύσεων. Δεύτερος στόχος ήταν η δημιουργία εθνικών επιχειρήσεων κυρίως εντάσεως εργασίας, ώστε να απασχοληθεί το άνεργο δυναμικό της χώρας. Σήμερα, αυτή η βιομηχανική πολιτική είναι απηρχαιωμένη και δεν μπορεί  να αποδώσει καρπούς καθώς η Ελλάδα δεν διαθέτει στατικό συγκριτικό πλεονέκτημα στο φτηνό εργατικό δυναμικό, όπως στις δεκαετίες του 1950 και 1960[2]. Η επιμονή λοιπόν σε πολιτικές αυτού του τύπου[3] είναι μαθηματικά βέβαιο ότι δεν μπορεί να αποδώσει, όπως έξαλλου αποδείχθηκε και στις δεκαετίες του 1990 και 2000.
Ενώ παραδοσιακά σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου η άσκηση πολιτικής οικονομικής ανάπτυξης ανήκε στην δικαιοδοσία της κεντρικής κυβέρνησης, μετά τη δεκαετία του 1980 ο ρόλος της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης συνεχώς αυξάνει όσον αφορά την περιφερειακή και τοπική οικονομική ανάπτυξη.  Στα πρώτα βήματα, η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση άσκησε αναπτυξιακή πολιτική που στόχευε κυρίως στην προσέλκυση επιχειρήσεων προς εγκατάσταση στην συγκεκριμένη περιφέρεια από άλλες περιφέρειες και χώρες. Ήταν δηλαδή ένα στρατηγικό παίγνιο μηδενικού αθροίσματος (zero sum game) στο οποίο αυτό που κέρδιζε η μια περιφέρεια το έχανε η άλλη. Η πολιτική δε αυτή πολλές φορές οδήγησε σε ταχυτάτη κινητικότητα των επιχειρήσεων με παραμονή στην περιφέρεια υποδοχή για μικρό χρονικό διάστημα καθώς νέα επενδυτικές ευκαιρίες παρουσιάζονται συνεχώς. Ταυτόχρονα ο πόλεμος των φορολογικών συντελεστών μεταξύ περιφερειών και κρατών μειώνει σε σημαντικό βαθμό τα δημόσια οφέλη από την παρουσία των πολυεθνικών  εταιρειών[4]. Στα τέλη όμως της δεκαετίας του 1990 και στην δεκαετία του 2000, οπότε η τεχνολογία αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς, η διεθνής οικονομική ολοκλήρωση και η πίεση για μείωση του ρόλου της κεντρικής κυβέρνησης οδήγησε στην αλλαγή του στόχου της περιφερειακής και τοπικής αναπτυξιακής πολιτικής. Ο στόχος της προσέλκυσης επιχειρήσεων για μετεγκατάσταση αντικαταστάθηκε από τον στόχο της ενδογενούς δημιουργίας νέων επιχειρήσεων. Η πολιτική προώθησης της επιχειρηματικότητας αποτελεί πλέον βασικό πυλώνα της στρατηγικής για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας και μιας περιφέρειας.
Η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, απεξαρτημένη από την Αθήνα, πρέπει να προχωρήσει στον σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας στρατηγικής αρχιτεκτονικής για την παραγωγική σύγκλιση με τον μέσο όρο των πλούσιων περιφερειών της ΕΕ. Βασικό εργαλείο αυτής της στρατηγικής αρχιτεκτονικής θα πρέπει να αποτελεσει η εφαρμογή μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής σε περιφερειακό επίπεδο με έμφαση την ενδογενή δημιουργία επιχειρήσεων. Ειδικότερα η πολιτική αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής στάδια:
·       Αναγνώριση των παραγωγικών τομέων και κλάδων στους οποίους θα πρέπει να επενδύσει στο μέλλον η Περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας. Το παρελθόν είναι παρελθόν. Η περιφέρεια πρέπει να κοιτάξει μπροστά. Η μελέτη των τάσεων της παγκόσμιας ζήτησης, των παραγωγικών πόρων που διαθέτει η περιφέρεια, των πόρων που είναι αναγκαίοι για την εφαρμογή της στρατηγικής αρχιτεκτονικής αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για το σχεδιασμό του μέλλοντος.
·       Στο επόμενο στάδιο θα πρέπει να γίνει ο χωρικός και ποσοτικός σχεδιασμός των παραγωγικών δράσεων. Για παράδειγμα ποιοι κλάδοι και πόσες επιχειρήσεις θα εγκατασταθούν στο νομό Πιερίας
·       Παράλληλα, με ειδικές δράσεις θα πρέπει να αλλάξει η στάση των κατοίκων και ειδικά των νέων απέναντι στην επιχειρηματική δράση. 
·       Τέλος, με ειδικά προγράμματα θα αυξηθεί ο όγκος των νέων επιχειρήσεων. Τα προγράμματα αυτά θα αφορούν νέους, γυναίκες, αγρότες. Ειδική δράση πρέπει να αφορά τους φοιτητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και της τεχνικής εκπαίδευσης .
·       Τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα παίξουν το καταλυτικό ρόλο σε όλα τα παραπάνω, καθώς αποτελούν τον μόνο φορέα δημιουργίας και μεταφοράς γνώσης στην περιφέρεια. Εάν δεν υπάρξει αυτή η συνεργασία δεν μπορούμε να αναμένουμε αποτελέσματα θετικά σε μια εποχή έντασης γνώσης και καινοτομίας.
·       Τέλος, πρέπει να σκεφτούμε τον ρόλο του αποδήμου ελληνισμού τόσο για την αγορά των αγαθών που θα παραχθούν όσο και για την χρηματοδότηση της προσπάθειας, με αμοιβαίο βέβαια όφελος.[5]
Συμπερασματικά, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας πρέπει να σχεδιάσει το μέλλον της στηριζόμενη στην παράδοση δυναμικά και όχι στατικά. Το παρελθόν δεν πρέπει να «στοιχειώνει» το μέλλον της περιοχής. Μόνο με μια στρατηγική αρχιτεκτονική με στόχο την πραγματική σύγκλιση με τις πλούσιες περιφέρεις της Ευρώπης,  που θα σχεδιαστεί από το «μηδέν» μπορεί να απελευθερώσει το όποιο αναπτυξιακό δυναμικό διαθέτει η περιοχής μας. Ιδού πεδίο δόξης λαμπρό για τους νέους αιρετούς.


[1] Το 1997 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κεντρικής Μακεδονίας αντιστοιχούσε στο 100 % του αντίστοιχου της Αττικής. Το 2001, μετά την κατάρρευση του χρηματιστηρίου, αντιστοιχούσε στο 65,1% ενώ το 2007 ανήλθε μόλις σε 56,6%! Μέσα, δηλαδή, σε μια δεκαετία το βιοτικό επίπεδο της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας απέκλινε κατά 45% από το αντίστοιχο της Περιφέρειας Αττικής.
[2] Στατικό συγκριτικό πλεονέκτημα ορίζεται εκείνο που χαρίζεται σε μια περιοχή από τη φύση πχ. κλίμα, γη, αφθονία φθηνού εργατικού δυναμικού και το οποίο δεν αυξάνει με το πέρασμα του χρόνου. Δυναμικό συγκριτικό πλεονέκτημα ορίζεται το απόθεμα των ανθρωπογενών πόρων πχ. οι γνωσιολογικοί πόροι και το οποίο μπορεί να αυξηθεί με το πέρασμα του χρόνου.
[3] Όπως για παράδειγμα ο νόμος «fast track» για την προσέλκυση μεγάλων ξένων επενδύσεων. Κατά την άποψη μου ο νόμος αυτός μπορεί, επιεικώς, να χαρακτηριστεί ως τριτοκοσμικός, καθώς δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά του θεσμικού πολιτισμού των χώρων της Ευρώπης.
[4] Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εταιρεία Google Europe, η οποία έχει έδρα την Ιρλανδία και η οποία μέσω ενός πολύπλοκου δικτύου θυγατρικών καταφέρνει να πληρώνει φόρους σε έναν  φορολογικό παράδεισο σε νησιά της Καραϊβικής.
[5] Για τον ρόλο αυτό μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει στο βιβλίο, Ν. Βαρσακέλης, Χ. Κουτσουλιάνος, Ε. Ζήκου (2010) «Τοπική Αυτοδιοίκηση και Επιχειρηματικότητα».

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Μια εναλλακτική πρόταση διεξόδου


Από τον Μάιο και μετά, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι αποφαίνονται συνεχώς ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος παρά μόνο η οικονομική πολιτική στο πλαίσιο του μνημονίου. Πολλοί φίλοι και γνωστοί με ρωτούν τι θα μπορούσαμε να κάνουμε εάν δεν ακολουθούσαμε αυτήν την πολιτική. Ποιες άλλες εναλλακτικές υπάρχουν εάν υπάρχουν. Από την άλλη μεριά ακούσαμε τον πρωθυπουργό να αναρωτιέται φωναχτά «μα αφού κάνουμε ότι μας λένε γιατί δεν μειώνονται τα περίφημα spread».
Ως ακαδημαϊκός οικονομολόγος σκέφτηκα να ψάξω λίγο τις οικονομικές θεωρίες για να δω μήπως υπάρχει άλλη εναλλακτική. Και ιδού:
Ξεκινώ από την υπόθεση ότι όλοι, άλλος λίγο και άλλος πολύ ωφελήθηκαν από το δημόσιο χρέος. Το πόσο ωφελήθηκε ο καθένας δεν είναι του παρόντος. Πάντως, η ωφέλεια του καθενός είναι συνάρτηση ή μάλλον αντικατοπτρίζεται στον πλούτο ή περιουσία που διαθέτει σήμερα.
Λόγω του τεράστιου δημοσίου χρέους οι ετήσιες δαπάνες για τόκους αλλά και για την εξόφληση των παλαιών χρεών (χρεολύσια) είναι τεράστιες και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντιμετωπιστεί με την πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση. Η ΜΟΝΗ ΛΥΣΗ είναι η μείωση του χρέους.
Η τρόϊκα και η κυβέρνηση προτείνουν την εκποίηση δημόσιας περιουσίας ώστε να συγκεντρωθούν χρήματα για την εξόφληση μέρους του δημοσίου χρέους. Δηλαδή, να μην υποστούν το κόστος αυτοί που ωφελήθηκαν από το χρέος αλλά οι προηγούμενες γενιές και κυρίως οι επόμενες καθώς θα τους παραδοθεί μικρότερη δημόσια  -κοινή περιουσία.
Η σωστή όμως λύση είναι να επαναγοραστεί το δημόσιο χρέος συνεισφέροντας ο καθένας, ιδιώτης και επιχείρηση, με μέρος της δικής του περιουσίας. Εάν υποθέσουμε ότι κάθε ένας θα συνεισφέρει με το 5% της περιουσίας του και εάν δεχθούμε ότι η περιουσία ενός έθνους κυμαίνεται μεταξύ 10 και 15 φορές την αξία του ΑΕΠ της (στην Ελλάδα σήμερα το ΑΕΠ είναι γύρω στα 300 δις ευρώ), τότε με συνολική εθνική περιουσία γύρω στα 3 με 4,5 τρισεκατομμύρια ευρώ μπορούν να συγκεντρωθούν περίπου 150 με 225 δισεκατομμύρια ευρώ! Δηλαδή, όλο το υπόλοιπο δημόσιο χρέος εκτός αυτού της τρόϊκας. Η περιουσία βέβαια δεν θα «παρθεί» ως περιουσία αλλά ως ποσοστό της αξίας της μέσω ενός ΕΦΑΠΑΞ φόρου για μια πενταετία, δηλαδή 1% κάθε χρόνο. Το ποσό που θα συγκεντρώνεται θα πηγαίνει αποκλειστικά στην επαναγορά του δημοσίου χρέους. Το ποσό που ανέφερα είναι το μέγιστο που μπορεί να εισπραχθεί. Ασφαλώς και δεν είναι απαραίτητο να εξοφληθεί πλήρως το χρέος διότι τότε εφαρμόζεται πολιτική Τσαουσέσκου. Απλώς να μειωθεί στο 60%, όπως ορίζει η Συνθήκη το Μααστριχτ. Συνεπώς, ο συντελεστής 5% δεν είναι αναγκαίο να ίδιος για όλους, αλλά ίσως είναι ο ανώτερος.

Ταυτόχρονα όμως τα εισοδήματα των μισθωτών, η φορολογία ιδιωτών και επιχειρήσεων, o ΦΠΑ θα ΕΠΑΝΕΛΘΟΥΝ στην προτεραία κατάσταση.

Με αυτόν τον τρόπο, αφενός μεν ένα μεγάλο μέρος του κρατικού προϋπολογισμού  απελευθερώνεται για την χρηματοδότηση των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας, αφετέρου οι αγορές αντιδρούν θετικά διότι βλέπουν μια σοβαρή επιτέλους προσπάθεια του ελληνικού έθνους για απεγκλωβισμό καθώς πληρώνονται τα παλαιά χρέη. Και από αυτήν την πλευρά οι τόκοι του δημοσίου χρέους μειώνονται σημαντικά.
Τέλος, η δικαιοσύνη. Σήμερα με την πολιτική της λεγόμενης σοσιαλιστικής κυβέρνησης πραγματοποιείται μια τεράστια και βίαιη αναδιανομή του εισοδήματος από την εργατική τάξη, τους μισθούς και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις προς τα μεγάλα εισοδήματα. Με την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας θα πραγματοποιηθεί και αναδιανομή του πλούτου. Με την συνεισφορά όμως τους ποσοστού της περιουσίας του ο καθένας θα συνεισφέρει από την περιουσία που έχει, με ανάλογο δηλαδή ποσό. Ο μεγαλογιατρός για παράδειγμα, που δηλώνει 10 χιλ. ευρώ ετήσιο εισόδημα αλλά έχει βίλα στην Εκάλη ενός εκατομμυρίου με την σημερινή πολιτική της κυβέρνησης ΔΕΝ συνεισφέρει στην προσπάθεια διάσωσης της χώρας. Με την πολιτική που προτείνεται θα συνεισφέρει 50 χιλ. ευρώ σε μια περίοδο πέντε ετών. Από την άλλη μεριά, ένας εργαζόμενος με σπίτι αξίας 100 χιλ ευρώ και μηνιαίο μισθό 1200 ευρώ θα πληρώσει μόνο από την κατάργηση των δώρων 2.500 ευρώ το χρόνο για όλο τον υπόλοιπο εργασιακό βίο. Εάν δε λάβουμε υπόψη και την μείωση των μισθών τότε το κόστος γίνεται μεγαλύτερο. Με την πρόταση θα πληρώσει 5.000 ευρώ σε 5 χρόνια, δηλαδή το δώρο δύο ετών 
Όσον αφορά την ρευστότητα σε μια οικονομία όπως η ελληνική με τον ρόλο του κράτους να φτάνει περίπου στο 50%, η απελευθέρωση των εσόδων του δημοσίου θα προσφέρει ένα σημαντικό μέρος της αναγκαίας ρευστότητας. Να θυμίσω στους αγαπητούς αναγνώστες ότι ένα σημαντικό μέρος του προβλήματος ρευστότητας οφείλεται στην ουσιαστική παύση πληρωμών εκ μέρους του δημοσίου. Να προσθέσω επίσης και το ΕΣΠΑ.
 Επίσης, καθώς τα επιτόκια στο δημόσιο χρέος θα μειώνονται οι τράπεζες θα επανέλθουν στην διεθνή διατραπεζική αγορά χρήματος και θα εξαλειφτεί η σημερινή αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουν, με αποτέλεσμα την αύξηση της τραπεζικής ρευστότητας.
Η επαναφορά των μισθών στην προηγούμενη κατάσταση θα ενισχύσει την αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων και θα τονώσει την αγορά.
Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούμε να έχουμε πραγματική μεταφορά πλούτου χωρίς να χρειάζεται ρευστότατα. Για παράδειγμα από τις επιχειρήσεις (ΑΕ) το κράτος μπορεί να αποκτήσει ένα μέρος του μετοχικού κεφαλαίου πχ 2%. Στην συνέχεια θα δημιουργηθεί ένα Fund το οποίο θα έχει στην κατοχή του το 2% όλου του μετοχικού κεφαλαίου της χώρας. Αυτό το fund μπορεί είτε να ανταλλάξει παλιό δημόσιο χρέος με μερίδια στο fund, είτε να δημιουργήσει παράγωγα το μετοχικό κεφάλαιο που κατέχει και να ανταλλάξει τα παράγωγα με παλιό χρέος. Και στις δύ6ο περιπτώσεις το δημόσιο χρέος μειώνεται. Στην μεν πρώτη περίπτωση με μεταβίβαση ιδιωτικής περιούσιας, στην δεύτερη με ανταλλαγή δημοσίου χρέους με ιδιωτικό.
Τέλος, πρέπει να σκεφτούμε και τις καταθέσεις που έφυγαν από τη  χώρα μετά την κρίση. Αυτές οι κινήσεις είναι ήδη καταγεγραμμένες στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το κράτος μπορεί να νομοθετήσει την επιβολή ενός εφάπαξ φόρου 5% στο σύνολο των κινήσεων. Εάν δηλαδή οι καταθέσεις που έφυγαν ανήλθαν στα 50 δις όπως φημολογείται τότε το κράτος μπορεί να συλλέξει 2,5 δις. Και η ρευστότητα αποδεδειγμένα υπάρχει.

Η πρόταση χρειάζεται μεγάλη τεχνική επεξεργασία που δεν είναι του παρόντος. Εάν όμως υιοθετηθεί τότε όλα τα τεχνικά προβλήματα λύνονται.

Η πρόταση αυτή βασίζεται στο δεύτερο θεώρημα των οικονομικών της ευημερίας η οποία αποτελεί την κορωνίδα της νεοκλασικής θεωρίας πάνω στην οποία βασίζονται όλες οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές απόψεις που τόσο θερμά έχει ενστερνιστεί ο κ. Παπανδρέου. Με λίγα λόγια το θεώρημα λέει ότι εάν σε μια οικονομία  ανακατανεμηθεί ο πλούτος των μελών της, τότε η ευημερία της οικονομίας συνεχίζει να είναι η καλύτερη δυνατή και κανένα από τα μέλη της οικονομίας δεν βρίσκεται σε χειρότερη εισοδηματική θέση σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση. Στην περίπτωση της πρότασης η ανακατανομή του  πλούτου θα γίνει  από τους ιδιώτες προς το δημόσιο με ένα επιπλέον όφελος την αμετάβλητη διανομή του εισοδήματος.
Το ερώτημα λοιπόν είναι γιατί δεν σκέφτηκε η κυβέρνηση την εφαρμογή της. Η απάντηση δόθηκε έμμεσα από τον δημοσιογράφο, «επικίνδυνη», διότι είναι δίκαιη, δεν προκαλεί αναδιανομή του εισοδήματος, εξοφλείται το δημόσιο χρέος και απελευθερώνεται η χώρα από τα δεσμά των κηδεμόνων της.

Δύο όμως προϋποθέσεις για την επιτυχία του εγχειρήματος:
Α) Να βρεθούν επιτέλους ποιοι πολιτικοί πλούτισαν από το δημόσιο χρέος και να  κατασχεθεί η περιούσια τους με ειδικό νόμο. Η πρόταση του Σαμαρά για πραγματικό «πόθεν έσχες» από το 1980 και μετά όταν το δημόσιο χρέος άρχισε να αυξάνει, είναι η καλύτερη που έχει διατυπωθεί.
Β)Να προχωρήσει η πραγματική επαναθέσμιση της οικονομίας, της κοινωνίας και του κράτους  ξεχνώντας όλες τις παλιές συνήθειες.

Κλείνοντας, να σημειώσω ότι στην κατάσταση που βρίσκεται η Ελλάδα δεν υπάρχει μια και μοναδική λύση. Απαιτείται συνδυασμός λύσεων. Αυτό όμως προϋποθέτει εξυπνάδα, γενναιότητα, δύναμη, φαντασία και γνώση από τους «ηγέτες» της χώρας. 

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Γιατί δεν καινοτομούν τα Ελληνικά Πανεπιστήμια;


Η οικονομική επιστήμη έχει αναγνωρίσει, εδώ και χρόνια, τον κυρίαρχο ρόλο της έρευνας και καινοτομίας και του ανθρωπίνου κεφαλαίου στην οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Ειδικότερα, έχει υπολογισθεί ότι η τεχνολογική εξέλιξη συνεισέφερε το 50% της μεταπολεμικής ανάπτυξης στις ΗΠΑ, το 76% της Γαλλίας, το 78% της Γερμανίας και το 55% της Ιαπωνίας. Αντίστοιχα είναι τα ποσοστά και σε άλλες αναπτυγμένες χώρες. Επιπλέον, η καινοτομία και τεχνολογική δραστηριότητα μιας χώρας εξαρτάται και από την αντίστοιχη δραστηριότητα των οικονομικών εταίρων της (τα γνωστά αποτελέσματα διάχυσης), όμως, τα αποτελέσματα αυτά εξαρτώνται απ το τεχνολογικό χάσμα που χωρίζει τους εταίρους. Έτσι η ικανότητα απορρόφησης της νέας γνώσης που δημιουργείται στον υπόλοιπο κόσμο εξαρτάται από την ερευνητική και καινοτομική δραστηριότητα της ίδιας της χώρας. Τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα είναι ο βασικός μηχανισμός της ερευνητικής και καινοτομικής δραστηριότητας κάθε χώρας.
Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από χαμηλή καινοτομική δραστηριότητα, σύμφωνα με όλους τους δείκτες, και η χώρα κατατάσσεται σε χαμηλό επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης του επιχειρηματικού τομέα. Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι γιατί τα πανεπιστήμια της χώρας και τα ερευνητικά Ιδρύματα δεν έχουν παίξει μέχρι σήμερα τον ρόλο που έχουν παίξει αντίστοιχοι θεσμοί σε άλλες χώρες; Κατά την άποψή μου τα αίτια πρέπει να τα αναζητήσουμε στους τρεις «πυλώνες» ενός εθνικού καινοτομικού συστήματος: την πολιτεία, τις επιχειρήσεις και τα πανεπιστήμια.
Η πολιτεία μέσω της νομοθεσίας και της χρηματοδότησης επηρεάζει την καινοτομική δραστηριότητα. Όσον αφορά την χρηματοδότηση, η πολιτεία δεν είχε μέχρι σήμερα έναν ξεκάθαρο στόχο για την κατεύθυνση της καινοτομικής έρευνας στην Ελλάδα. Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, αυτό δεν επιτρέπει τους ερευνητές να αξιοποιήσουν εμπορικά τα ερευνητικά τους αποτελέσματα, με την δημιουργία, για παράδειγμα, επιχείρησης που θα παράγει το προϊόν ή την υπηρεσία που στηρίχθηκε στην έρευνα. Αντίθετα, σε άλλες χώρες τα πανεπιστήμια έχουν υιοθετήσει διαφορετικούς θεσμούς, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται χιλιάδες επιχειρήσεις από καθηγητές και ερευνητές πανεπιστημίων. Στην Ελλάδα απαγορεύεται η συμμετοχή μέλους ΔΕΠ σε επιχειρηματική δραστηριότητα, έστω και ως εταίρου.
Οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα, πάντα ως κανόνας διότι υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στον  κανόνα, δαπανούν ελάχιστα για έρευνα και τεχνολογία, χρηματοδοτούν την έρευνα με πόρους από διάφορα προγράμματα, ενώ, τέλος, οι υπερτιμολογήσεις είναι συχνό φαινόμενο. Το ερευνητικό δυναμικό υπάρχει και είναι αξιόλογο, όπως μαρτυρούν παραδείγματα από μεγάλες επιχειρήσεις του εξωτερικού που έχουν αναθέσει ερευνητικό έργο σε Έλληνες ερευνητές, αλλά και παραδείγματα νέων Ελλήνων ερευνητών που έκαναν επιτυχημένη πράξη την ερευνητική τους ιδέα. Όμως, ελάχιστες είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις που αναθέτουν ερευνητικό έργο στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά ιδρύματα. Μήπως είναι και ζήτημα κουλτούρας;
Τέλος, τα ίδια τα πανεπιστήμια δεν επεδίωξαν την επαφή με ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας όπως οι επιχειρήσεις. Κατά την άποψη μου τέσσερις λόγοι έχουν οδηγήσει στην αρνητική στάση των πανεπιστημίων.
1)                  Η στάση των νεολαιών της αριστεράς που εμποδίζουν, πολλές φορές με χρήση βίας, την οποιαδήποτε προσπάθεια ενός εργαστηρίου να εκπονήσει έρευνα χρησμοδοτούμενη από επιχείρηση. Είναι γνωστά τα γεγονότα με τις καταστροφές εργαστηρίων, τον προπηλακισμό καθηγητών, τα κτισίματα γραφείων, κλπ.
2)                 Η στάση πολλών καθηγητών, κυρίως της αριστεράς, που αρνούνται ακόμη και την συζήτηση σε επίπεδο συγκλήτου για συνεργασία πανεπιστημίου και οικονομίας, για ιδεολογικούς λόγους.
3)                 Πίσω από αυτήν την αρνητική στάση της αριστεράς συνωθούνται όμως και αρκετοί καθηγητές και ερευνητές, των οποίων η ερευνητική ανεπάρκεια δεν επιτρέπει την ενασχόληση με την καινοτομία και συνεπώς εμποδίζουν την οποιαδήποτε προσπάθεια των ικανοτέρων.
4)                 Ο καθηγητής του ελληνικού πανεπιστημίου δεν αγαπά τον κίνδυνο και η καινοτομία είναι συνυφασμένη με τον κίνδυνο. Έτσι προτιμά να ασχολείται με την έρευνα χωρίς να διακινδυνεύει την ενασχόληση με την καινοτομία, δηλαδή τον μετασχηματισμό της έρευνας σε αποτέλεσμα με οικονομικό ενδιαφέρον, και να εκπονεί ερευνητικά προγράμματα για δημοσίους φορείς που ενέχουν ελάχιστο κίνδυνο.
Σήμερα όμως τα πράγματα αλλάζουν. Ο διεθνής επιχειρηματικός ανταγωνισμός, η ανάγκη για μετασχηματισμό της ελληνικής παραγωγικής δραστηριότητας και ο περιορισμός της χρηματοδότησης των ελληνικών πανεπιστημίων από την πολιτεία ίσως να αποτελέσουν τον καταλύτη για την καινοτομική ανάπτυξη της χώρας. Αυτό θα εξαρτηθεί από την διάθεση των ελληνικών επιχειρήσεων να προσχωρήσουν σε καινοτομική δραστηριότητα σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια, από την διάθεση των ερευνητών να προχωρήσουν σε οικονομική εκμετάλλευση της έρευνάς τους και τέλος από την στάση της αριστεράς μέσα στα πανεπιστήμια.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Δημόσιο Χρέος: Τριάντα χρόνια φαγούρα


Μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η «χαζοχαρούμενη» ελληνική κοινωνία ανακάλυψε ότι το δημόσιο είχε δανειστεί πολλά. «Έκπληκτη» η πολιτική τάξη άρχισε να ρίχνει τα βάρη πότε στο ένα κόμμα και πότε στο άλλο.  Βέβαια πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο πρωθυπουργός κ. Παπανδρέου υπερέβαλε εαυτόν και σαν εξωγήινος διαπίστωνε, επί σειρά ομιλιών κατά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, ότι όλα τα δεινά της οικονομίας και κοινωνίας οφείλονται στην έκρηξη το δημόσιου χρέους που έγινε κατά την διάρκεια της κυβέρνησης Καραμανλή. Επειδή καθήκον ενός επιστήμονα είναι και η ενημέρωση του κοινού, χρησιμοποιώντας πάντα τα εργαλεία της επιστήμης του, θεώρησα σκόπιμο να σχολιάσω την εξέλιξη του ελληνικού δημοσίου χρέους, μέσα, όμως, από τις ετήσιες πληρωμές σε τόκους και χρεολύσια παρελθόντων ετών. Τα στοιχεία που χρησιμοποίησα προέρχονται από τους προϋπολογισμούς του ελληνικού δημοσίου, όπως αυτοί είναι δημοσιευμένοι στον ιστότοπο του υπουργείου οικονομικών.  Δυστυχώς, περιέχονται στοιχεία μετά το 1984. Για παλαιότερα στοιχεία θα έπρεπε να ανατρέξουμε σε έντυπες μορφές, που, τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη, ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθούν. Ακόμη και έτσι, όμως, είναι προφανής η εξέλιξη. Τα στοιχεία παρουσιάζονται στο διάγραμμα το οποίο έχει χωριστεί ως προς τις πρωθυπουργικές θητείες,  ξεκινώντας από την πρώτη οκταετία του Α. Παπανδρέου και φτάνοντας στο 2009, οπότε έληξε η πρωθυπουργία του Κ. Καραμανλή.
Πρώτο: Κατά την πρώτη θητεία Α. Παπανδρέου οι πληρωμές σε χρεολύσια είναι πολύ χαμηλές και σχετικά σταθερές ενώ και οι πληρωμές για τόκους είναι χαμηλές. Επειδή μέχρι τα  τέλη της δεκαετίας του 1980 το δημόσιο δανειζόταν είτε με έντοκα γραμμάτια είτε με ομόλογα μικρής διάρκειας μέχρι πέντε έτη, το παραπάνω γεγονός υποδηλώνει ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις του Κ. Καραμανλή και του Γ. Ράλλη δεν είχαν προχωρήσει σε μεγάλο δανεισμό. Συνεπώς, το δημόσιο χρέος που παρέλαβε ο Α. Παπανδρέου ήταν ελάχιστο και συνεπώς δεν ήταν απαραίτητες μεγάλες δαπάνες, τόκοι και χρεολύσια, στον προϋπολογισμό για την εξόφλησή του.
Δεύτερο: Από το 1989 και μέχρι το 1994 πραγματοποιείται μια πραγματική έκρηξη στις πληρωμές για τόκους και χρεολύσια, γεγονός που υποδηλώνει ότι η προηγούμενη θητεία των κυβερνήσεων του Α. Παπανδρέου κληροδότησε στις επόμενες των Τ. Τζανετάκη, Ξ. Ζολώτα και Κ. Μητσοτάκη σημαντικές υποχρεώσεις που έπρεπε να καλυφτούν από τον κρατικό προϋπολογισμό. Θυμίζω στους παλαιότερους την αγωνιώδη προσπάθεια του Ξ. Ζολώτα να δανειστεί όπως - όπως για να καλύψει τους μισθούς και τα δώρα των Χριστουγέννων του 1989. Το σύνολο των υποχρεώσεων του δημοσίου ήταν περίπου 2 δις ευρώ το 1988 και ανήλθαν στα 16,3 δις ευρώ το 1994, δηλαδή οι υποχρεώσεις οκταπλασιάστηκαν μέσα σε πέντε χρόνια! Εάν υποθέσουμε ότι όλα τα υπόλοιπα ελλείμματα είναι μηδενικά, τότε η κυβέρνηση θα έπρεπε να δανειστεί μόλις 2 δις το 1988 για να καλύψει τις πληρωμές των παρελθόντων δανείων, ενώ το 1994 η κυβέρνηση θα έπρεπε να δανειστεί 16,3 δις.
Τρίτο: Στην περίοδο των δυο κυβερνήσεων του Κ. Σημίτη και τα τρία πρώτα χρόνια της κυβέρνησης του Κ. Καραμανλή παρατηρείται μια σταθερότητα των πληρωμών για τόκους γεγονός που αντικατοπτρίζει τη ραγδαία πτώση των επιτοκίων δανεισμού του δημοσίου λόγω Μάαστριχτ. Μετά το2007, παρατηρείται αύξηση των πληρωμών για τόκους από 9,5 περίπου που ήταν σε όλη την προηγούμενη περίοδο στα 12,3 δις περίπου το 2009. Όμως οι πληρωμές για χρεολύσια ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Παραμένουν σχετικά σταθερές μέχρι το 2000 και στη συνέχεια ακολουθούν ανοδική πορεία. Φαίνεται λοιπόν ότι η κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη, αν και κλήθηκε να καταβάλει τεράστια ποσά για την εξόφληση των χρεών που δημιούργησε ο Α. Παπανδρέου, μάλλον διαχειρίστηκε με μεγαλύτερη υπευθυνότητα τα δημόσια οικονομικά και δεν επιτάχυνε την δυναμική του δημοσίου χρέους. Από το 2000, οι πληρωμές αυξάνουν ραγδαία από 9,2 δις ευρώ το 1999 σε 13,1 το 2000 και σταθεροποιούνται στο ποσό των 20 δις ευρώ περίπου το 2002. Φαίνεται λοιπόν ότι η δεύτερη κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου και η πρώτη κυβέρνηση του Κ. Σημίτη κληρονόμησαν στη δεύτερη σημαντικές υποχρεώσεις για πληρωμή των δανείων τους.
Τέταρτο: Μετά το 2006, αυξάνουν οι πληρωμές για την εξόφληση των παλαιότερων ετών με εκρηκτικό ρυθμό και η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή καλείται να δανειστεί το ποσό των 29 δις ευρώ το2009 για να ξεπληρώσει παλαιότερα δάνεια.
Συμπεράσματα : 1) Το πρόβλημα του δημοσίου χρέους της χώρας έχει μια και μοναδική ρίζα. Την δημοσιονομική πολιτική του Α. Παπανδρέου. 2) Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ δανείζονταν και τα χρέη καλούνταν να ξεπληρώσουν  οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας με τις όποιες πολιτικές επιπτώσεις. 3) Η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή δεν διέγνωσε(;) το κίνδυνο της δυναμικής του χρέους και δεν έλαβε τα απαιτούμενα μέτρα για την συγκράτηση 4) Τελικά, η κρίση χρέους έσκασε στα χέρια κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Θεία δίκη;
 

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Η Α-νοησία ως βάση της Οικονομικής Πολιτικής


Η νόηση ορίζεται, σύμφωνα με το λεξικό της ελληνικής γλώσσας του Πάπυρου, ως «η διαδικασία της δημιουργίας εννοιών και κρίσεων και η συσχέτιση τους διά της λογικής λειτουργίας και με βάση ορισμένες αρχές ή νόμους». Εάν η συσχέτιση των εννοιών δεν ακολουθεί αυτήν την λογική διαδικασία τότε πρόκειται περί α-νοησίας.
Η οικονομική πολιτική δεν ασκείται με τυχαίο τρόπο αλλά βασίζεται σε αρχές και νόμους που έχουν διατυπωθεί από την οικονομική επιστήμη. Εάν λοιπόν η οικονομική πολιτική ασκείται με βάση αυτές τις αρχές και τους νόμους, τότε μπορούμε να δεχθούμε τη νόηση ως βάση στην διαδικασία της εκπόνησης της οικονομικής πολίτικής. Στην αντίθετη περίπτωση η βάση της οικονομικής πολιτικής είναι η α-νοησία.
Όσα χρόνια διδάσκω στο πανεπιστήμιο δεν έχω συναντήσει τόσα πολλά, τόσο συνεχόμενα και σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα παραδείγματα α-νοησίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής από αυτά που εμφανίστηκαν στην Ελληνική οικονομική πολιτική από τα τέλη του 2008 μέχρι σήμερα. Ας γίνω πιο συγκεκριμένος, παρουσιάζοντας ορισμένες από τις περιπτώσεις με χρονική σειρά, χωρίς ο κατάλογος να εξαντλητικός.
1.     Εν μέσω κρίσης και ενώ η ελληνική οικονομία είναι φανερό ότι θα μπει στην παγκόσμια ύφεση με καθυστέρηση, ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής απομακρύνει τον υπουργό οικονομίας Γ. Αλογοσκούφη και τον αντικαθιστά με τον Γ. Παπαθανασίου, με άτυπο καθοδηγητή τον Γ. Σουφλιά. Αλλάζει τον προσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής καταργώντας τα μέτρα μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος που είχε λάβει ο προηγούμενος υπουργός. Εν μέσω λοιπόν χειροτέρευσης των δημοσιονομικών, ο πρωθυπουργός α-νοήτως καταργεί την προσπάθεια μείωσης του ελλείμματος.
2.     Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αυξάνει ραγδαία τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού με την λογική επεκτατικής πολιτικής σε μια χώρα σαν την Ελλάδα με περιορισμένη παραγωγική βάση. Μειώνονται τα φορολογικά έσοδα ως λογική συνέπεια αφενός μεν της κρίσης και αφετέρου λόγω  της «αδιαφορίας» για συλλογή φόρων για λαϊκιστικούς σκοπούς. Ακόμη μια α-νόητη οικονομική πολιτική την οποία η χώρα πληρώνει με μεγάλη αύξηση του γνωστού σε όλους spread του επιτοκίου των ομολόγων και ανάλογη αύξηση των δαπανών για τόκους.
3.     Ενώ λοιπόν τα σήματα από τις αγορές είναι έντονα η κυβέρνηση Καραμανλή συνεχίζει την ίδια οικονομική πολιτική. Φτάνουμε στην προκήρυξη των εκλογών του Οκτωβρίου και ξαφνικά ο πρωθυπουργός ανακοινώνει στους πολίτες ότι η κατάσταση είναι άσχημη και απαιτούνται θυσίες. Γεγονός: ναι υπάρχει οικονομική κρίση όμως η πολιτική που εφαρμόστηκε το2009 ήταν α-νόητη. Η αβεβαιότητα στην ελληνική οικονομία αυξάνει.
4.     Ο τωρινός πρωθυπουργός εν όψει των εκλογών χρησιμοποίει ρητορεία για την οικονομική πολιτική η οποία θυμίζει Δηλιγιάννη του 19ου αιώνα. «Λεφτά υπάρχουν». Όμως γνωρίζει ποια είναι η κατάσταση της οικονομίας ακόμη και πριν από την περίφημη συνάντησή του με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας. Θεωρώ αδιανόητο ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, και μάλιστα στην Ελλάδα ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ που έχει αυτιά και μάτια σε όλες τις υπηρεσίες του δημόσιου, να μην ήξερε τις ακριβώς γινόταν κάθε μέρα στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Εάν δεν το ήξερε ήταν ανίκανος να διαχειριστεί και τις τύχες της χώρας. Δημιούργει λοιπόν θετικές προσδοκίες για τις προοπτικές της οικονομίας της χώρας διατυπώνοντας α-νόητες προτάσεις οικονομικής πολιτικής.
5.     Αμέσως μετά τις εκλογές, στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο, παρουσία των καναλιών(!), ο πρωθυπουργός, πλέον, Γ. Παπανδρέου χρησιμοποίει την φράση «η Ελλάδα είναι ένα βήμα πριν από την χρεωκοπία». Φανταστείτε λοιπόν έναν επενδυτή που έχει δανείσει τα ωραία του χρήματα στην Ελλάδα να ακούει από τα πλέον επίσημα χείλη ότι η χώρα βρίσκεται πριν από την χρεωκοπία. Πως θα αντιδράσει; Νομίζω και ο πλέον ανίδεος περί των οικονομικών αντιλαμβάνεται τον τρόπο της αντίδρασης. Και ο πρωθυπουργός συνεχίζει απτόητος χαρακτηρίζονται την Ελλάδα ως οικονομία που βρίσκεται στην εντατική. Α-νόητες λοιπόν εκφράσεις και διαπιστώσεις.
6.     Αμέσως μετά τις εκλογές η Τράπεζα της Ελλάδας ανακοινώνει ότι το δημόσιο έλλειμμα δεν είναι 8% περίπου λέγαμε προεκλογικά αλλά 12,5% του ακαθαρίστου εγχώριου προϊόντος. Το πλήγμα στην αξιοπιστία του θεσμού της Κεντρικής Τράπεζας είναι τεράστιο, καθώς ουδείς μπορεί να πιστεύει ότι μέσα σε είκοσι μέρες το έλλειμμα από 8,5% ανέβηκε στο 12,5%. Άρα τα εκάστοτε λεγόμενα της Τράπεζας της Ελλάδος μάλλον δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως αξιόπιστα. Και όχι μόνον αυτό. Η Τράπεζα της Ελλάδας είναι συνιστώσα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και το έλλειμμα της αξιοπιστίας της Τράπεζας της Ελλάδος αντανακλά και στην ΕΚΤ. Ακόμη μια διαπίστωση α-νόητης οικονομική πολιτικής.
7.     Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Το δις εξαμαρτείν ουκ χωράς σοβαρής και αξιόπιστης. Το 2004, ο Γ. Αλογοσκούφης αναιρεί τις προηγούμενες εκτιμήσεις για το δημόσιο έλλειμμα της χώρας για το 2004 και το ανεβάζει λογιστικά στο 7%. Να σημειώσω ότι ούτως ή άλλως η εκτίμηση του ελλείμματος είναι μια λογιστική πράξη και με την κατάλληλη λογιστική διαχείριση βραχυχρόνια μπορεί να διαμορφωθεί το έλλειμμα στο «επιθυμητό» επίπεδο. γεγονός επίσης είναι ότι όλες οι χώρες χρησιμοποιούν την δημιουργική λογιστική στα δημόσια οικονομικά τους, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο. Οι υπηρεσίες της ΕΕ μάλλον δαγκώθηκαν διότι και αυτές εκτέθηκαν καθώς είχαν εγκρίνει τα προηγούμενα στοιχεία. Έδωσαν όμως τόπο στην οργή, πιστεύοντας ότι πλέον τα πράγματα θα είναι πιο αξιόπιστα με την Ελλάδα. Μην ξεχνάμε ότι η ΕΕ, ο ΟΟΣΑ το ΔΝΤ βλέπουν Ελλάδα και δεν βλέπουν ελληνική κυβέρνηση ή τον τάδε ή δείνα υπουργό. Ότι κάνει μια κυβέρνηση το κάνει η Ελλάδα. Στις 21 Οκτωβρίου ο νέος υπουργός οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου ανακοινώνει ότι το έλλειμμα δεν είναι 8,5% αλλά 12,5%. Μερικές μέρες πριν είχε κυκλοφορήσει η έκθεση της Κομισιόν η οποία εκτιμούσε το έλλειμμα στο 8% και όχι 3%, όπως είχε προϋπολογιστεί από την τότε ελληνική κυβέρνηση. Έρχεται λοιπόν η Ελλάδα και διαψεύδει όχι μόνο την προηγούμενη ελληνική κυβερνήσει αλλά και την Κομισιόν και την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, ΟΟΣΑ, κλπ. Από εδώ και στο εξής όλους αυτούς η Ελλάδα τους έχει απέναντι. Κατά την γνώμη μου αυτή η συμπεριφορά της χώρας εξηγεί γιατί όλοι είναι τόσο σκληροί απέναντι στην Ελλάδα ενώ απέναντι σε άλλες χώρες είναι πιο ελαστικοί. Τους εκθέσαμε και εκθέσαμε την Ευρώπη ενώπιον του υπόλοιπου κόσμου ότι είναι μια νομισματική ένωση που κανένας δεν ξέρει τι του γίνεται. Ίσως η πλέον α-νόητη πράξη οικονομικής πολιτικής τις συνέπειες της οποίας θα πληρώνει η χώρα για αρκετό καιρό.
8.     Ως επακόλουθο αυτών των κινήσεων, οι χρηματοπιστωτικές αγορές να αντιδρούν αρνητικά σε σχέση με τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Υποβάθμιση από οίκους αξιολόγησης, αυξημένα επιτόκια κλπ. Ποια είναι η αντίδραση της Ελληνικής οικονομικής πολιτικής; Οι κακοί ξένοι που μας κτυπούν, κουτσαβακισμός,  ανακολουθίες οι οποίες διαρκούν για τόσους μήνες τώρα. Αντί λοιπόν η κυβέρνηση του Γ, Παπανδρέου να λάβει αποφάσεις ΑΜΕΣΑ που θα εξομαλύνουν την κατάσταση, όσον άφορα την θέση της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές, πελαγοδρομεί με προτάσεις πολιτικής που επιεικώς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως α-νόητες. Αποτέλεσμα ο πρώτος δανεισμός το ελληνικού δημοσίου να πραγματοποιηθεί με αυξημένο επιτόκιο γύρω στο 1,5% ενώ στη συνέχεια το περιβόητο spread  φτάνει σε ιστορικά υψηλά. Εάν δε το επιτόκιο παραμείνει σε αυτό το ύψος τότε το πρόσθετο κόστος του δανεισμού για το 2010 θα ανέλθει σε ευρώ περίπου στα 1,5 δις ευρώ.
Η α-νοησία λοιπόν στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής κατά τον τελευταίο  χρόνο έχει οδηγήσει  την χώρα σε άσχημη κατάσταση. Το σημαντικότερο είναι ότι αυτές οι α-νοησίες έχουν οδηγήσει στην αύξηση της αβεβαιότητας και στην διαμόρφωση αρνητικών προσδοκιών, τόσο στην εγχώρια αγορά, όσο και στην διεθνή. Όταν λοιπόν ο πρωθυπουργός καλέσει ξανά τον J. Stiglitz, ας συζητήσει μαζί του το περίφημο επιστημονικό άρθρο, που έγραψε με τον J. Dixit το 1977, για τον ρόλο της αβεβαιότητας και των προσδοκιών στις επενδύσεις, στην ανάπτυξη κλπ. Ίσως θα αντιληφθεί ότι η άσκηση οικονομικής πολιτικής απαιτεί νόηση και όχι α-νοησία.

Τελικά θα χαμογελάσουμε το 2011;


Τον τελευταίο καιρό, με έμφαση όμως κατά την ομιλία του και κατά την συνέντευξη τύπου στην ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός σε συγχορδία με τον υπουργό οικονομίας διαβεβαιώνουν τους Έλληνες πολίτες ότι η ελληνική οικονομία θα αρχίσει να βγαίνει από την βαθιά ύφεση, στην οποία έχει βυθισθεί, το 2011. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να ανατρέξουμε στα βασικά οικονομικά που διδάσκεται ένας φοιτητής οικονομικών στο μάθημα της εισαγωγής στην οικονομική του πρώτου έτους. Εκεί λοιπόν ο φοιτητής διδάσκεται δυο βασικές προσεγγίσεις για τον τρόπο λειτουργίας της μακροοικονομίας.
Η πρώτη προσέγγιση είναι αυτή των κλασικών οικονομολόγων, δηλαδή ο περίφημος Νόμος του Say. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, η προσφορά της οικονομίας, δηλαδή η παραγωγή, δημιουργεί την δική της ζήτηση. Με άλλα λόγια προηγείται η αύξηση της προσφοράς και τα εισοδήματα που δημιουργούνται από την παραγωγή θα διοχετευθούν στην αγορά για την προμήθεια των προϊόντων που έχουν παραχθεί. Ουσιαστικά, όλη η φιλοσοφία πίσω από την λεγόμενη νέα κλασική σχολή στα μακροοικονομικά, που έχει επηρεάσει την άσκηση της οικονομικής πολιτικής τα τελευταία τριάντα χρόνια περίπου, στηρίζεται σε αυτόν τον νόμο. Οι πολιτικοί που εφάρμοσαν τα προτάγματα της νέας κλασικής σχολής  (Ρήγκαν, Θάτσερ κ.α.) με πολιτικούς όρους ονομάστηκαν νεοφιλελεύθεροι. Βασικό εργαλείο της πολιτικής αυτής είναι η ραγδαία μείωση των φορολογικών συντελεστών για τους πλουσίους και τις επιχειρήσεις έτσι ώστε να δοθεί κίνητρο για αύξηση της παραγωγής, η οποία θα δημιουργήσει εισοδήματα που θα χρησιμοποιηθούν στην απορρόφηση των προϊόντων.
Εάν λοιπόν ο πρωθυπουργός και ο υπουργός οικονομίας πιστεύουν σε αυτή την σχολή σκέψης, πράγμα αφύσικο για σοσιαλιστικό κόμμα,  δηλαδή θεωρούν ότι η οικονομία λειτουργεί σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, τότε θεωρούν ότι η αύξηση της προσφοράς θα αυξήσει την ζήτηση και στην συνέχεια θα μπει η χώρα σε ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Εάν όμως δούμε τα στοιχεία της Eurostat (βλέπε πίνακα) για το πρώτο εξάμηνο του 2010 παρατηρούμε ότι η ακαθάριστη προστιθέμενη άξια στην χώρα ακολουθεί πτωτική πορεία από το δεύτερο τρίμηνο του 2009 έως το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και μάλιστα με επιταχυνόμενο ρυθμό. Εάν συνεχιστεί η πορεία αυτή, και ένας νεοφιλελεύθερος θα έλεγε ότι με τόσο υψηλούς φορολογικούς συντελεστές θα συνεχιστεί, τότε η προσφορά – παραγωγή για το επόμενο έτος δεν αναμένεται να αυξηθεί, δηλαδή να έχει θετικό πρόσημο, και συνεπώς και η ζήτηση δεν πρόκειται να αυξηθεί και άρα δεν μπορεί να υπάρξει θετικός ρυθμός ανάπτυξης.
Η δεύτερη προσέγγιση που μαθαίνουν οι φοιτητές είναι το κευνσιανό υπόδειγμα. Δηλαδή, η ζήτηση είναι αυτή που προηγείται και η προσφορά-παραγωγή προσαρμόζεται σε αυτήν. Όταν λοιπόν για οποιονδήποτε λόγο αυξάνει η ζήτηση, οι επιχειρήσεις πωλούν περισσότερα προϊόντα και συνεπώς αυξάνουν την παραγωγή τους για να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη ζήτηση. Ο πρωθυπουργός, σαν σοσιαλιστής, μάλλον θα πρέπει να πρόσκειται στο κεϋνσιανό μοντέλο και αναλύοντας την οικονομία με την χρήση του κεϋνσιανού μοντέλου μάλλον κατέληξε ότι θα υπάρχει ανάκαμψη. Ας δούμε όμως πάλι τα στοιχεία. Η ζήτηση σε μια οικονομία αποτελείται από την κατανάλωση, την επένδυση και τις εξαγωγές. Στην κατανάλωση και επένδυση συμπεριλαμβάνονται τόσο η ιδιωτική όσο και η δημόσια, δηλαδή του κράτους. Εάν δούμε λοιπόν τα στοιχεία της Eurostat, διαπιστώνουμε ότι η συνολική ζήτηση (κατανάλωση και επένδυση μαζί) ακολουθεί πτωτική πορεία με ένα μικρό διάλειμμα το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Ειδικά στο δεύτερο τρίμηνο του 2010 στην ουσία κατέρρευσε, καθώς μειώθηκε κατά 14,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Η τελική κατανάλωση ιδιωτών και δημοσίου μειώθηκε κατά 16,9% και οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου που δημιουργούν θέσεις εργασίας και εισόδημα κατά 13,4%. Από το μνημόνιο γνωρίζουμε ότι τόσο η κατανάλωση όσο και οι επενδύσεις του δημοσίου έχουν μειωθεί ραγδαία με τις δημόσιες επενδύσεις να έχουν μειωθεί για το 2010 κατά 35% περίπου. Τέλος, η εξωτερική ζήτηση ακολουθεί και αυτή πτωτική πορεία με τις εξαγωγές να μειώνονται κατά 17,3% το τελευταίο τρίμηνο, ενώ με τους πολύ αργούς ρυθμούς ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν προβλέπεται γα το επόμενο έτος βελτίωση της κατάστασης.  Άρα ένας κεϋνσιανός θα σας έλεγε ότι εάν με αυτά τα στοιχεία περιμένετε αύξηση του ΑΕΠ μάλλον δεν γνωρίζετε οικονομικά.
Εάν λοιπόν είτε από την μεριά της προσφοράς - παραγωγής εξετάσουμε τα πράγματα είτε από την  μεριά της ζήτηση, το αποτέλεσμα είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανάκαμψη με βάση αυτά τα στοιχεία, τότε από που πηγάζει αυτή  αισιοδοξία του πρωθυπουργού και του υπουργού οικονομίας; Την απάντηση δεν μπορεί να την δώσει οικονομολόγος.  


2010
Τρ.2
2010
Τρ.1
2009
Τρ.4
2009
Τρ.3
2009
Τρ.2
2009
Τρ.1
2008
Τρ.4
2008
Τρ.3
2008
Τρ.2
2008
Τρ.1
Δαπάνες Τελικής Κατανάλωσης
-16.9
-5.1
0.6
2.3
-0.8
-0.8
0.6
1.0
2.3
0.5
Εγχώρια Ζήτηση
-14.5
4.8
-7.8
-6.1
-6.5
1.0
-1.0
0.7
-1.6
2.2
Εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών
-17.3
-11.5
30.1
-14.6
-0.5
-54.0
5.7
-11.1
5.0
4.6
Εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών
-39.5
18.7
0.4
-22.3
-17.7
-29.7
9.8
-7.2
-8.2
2.0
Ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου
-13.4
-4.6
-3.0
1.5
-9.3
-8.4
1.2
-0.1
0.7

Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία
-3.9
-1.8
-0.4
-0.3
-0.4
0.7
-0.9
0.1
0.6
0.7
x