Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Τι καταφέραμε τα τελευταία 60 χρόνια;




Ενώ η υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη επέλεξε το σύστημα της αγοράς (καπιταλισμός στην πολιτική ορολογία), ως τον θεσμό με τον όποιο θα γίνεται η κατανομή, με πολικές επιλογές, η Ελλάδα έκανε αυτήν την επιλογή μέσα από ποταμούς αίματος  (εμφύλιος πόλεμος). Μετά από 60 χρόνια δικαιώθηκε η επιλογή αυτή; Η απάντηση είναι εάν καθαρό ΝΑΙ. Με όποιο οικονομικό κριτήριο και να εξετάσουμε  την οικονομική πορεία της χώρας θα δούμε ότι η Ελλάδα κέρδισε σημαντικά. Ας δούμε το βασικό δείκτη, το κατά κεφαλή ΑΕΠ, που για τους οικονομολόγους αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο δείκτη οικονομικού επιπέδου μιας χώρας.
Στο διάγραμμα 1, παρουσιάζεται το κατά κεφαλή ΑΕΠ της χώρας και ορισμένων άλλων χωρών από το 1950 μέχρι σήμερα. Η μέτρηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ γίνεται σε τιμές του 2005 (σταθερές τιμές) και η πηγή είναι το Penn State University World Tables.
Όπως φαίνεται από το διάγραμμα, η Ελλάδα ξεκίνησε με κατά κεφαλή ΑΕΠ περίπου 3500 δολάρια το 1950 και έφτασε τα 27000 περίπου δολάρια λίγο πριν την κρίση. Δηλαδή, στα 60 χρόνια η χώρα μας εννεαπλασίασε το βιοτικό της επίπεδο. Ας δόμε όμως και ορισμένες χώρες που έχουν αναφερθεί΄ στην δημόσια συζήτηση ως χώρες που μπορούν να αποτελέσουν πρότυπο για την Ελλάδα. Ας προσέξει ο αναγνώστης την Βραζιλία. Μετά βίας  τα τελευταία 60 χρόνια διπλασίασε το βιοτικό της επίπεδο και σήμερα έχει κατά κεφαλή ΑΕΠ κοντά στα 7000 ευρώ. Το ίδιο με την Αργεντινή, την Τουρκία κ.α. Αντίθετα ας παρατηρήσει ο αναγνώστης την περίπτωση της Νότιας Κορέας και της Ιρλανδίας. Με την περίπτωση της Κορέας θα ασχοληθώ σε άλλο κείμενο.

Διάγραμμα 1





Στο διάγραμμα 2 παρουσιάζεται η τάση του κατά κεφαλή ΑΕΠ υπολογισμένη με το φίλτρο Hodrick-Prescott. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, η τάση είναι επιταχυνόμενη στην δεκαετία του 1950 και 1960, αρχίζει να επιβραδύνει από τα μέσα της δεκαετία του 1970, και τελικά επανακάμπτει με επιταχυνόμενους ρυθμούς από τα μέσα της δεκαετίες τους 1990.  
Ως πρώτη εξήγηση αυτής της συμπεριφοράς μπορούμε να πούμε ότι η  σταθεροποιητική πολιτική του Μαρκεζίνη στις αρχές της δεκαετίας τους 1950 και η αναπτυξιακή πολιτική του Καραμανλή έδωσαν ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η δυναμική αυτή διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα της δεκατιάς του 1970 όποτε λόγω της πετρελαϊκής κρίσης και της  αποσταθεροποιητικής πολιτικής της χούντας η ΄χώρα απομακρύνεται από την  μακροοικονομική ισορροπία. Να σημειώσω ότι η μακροοικονομική ανισορροπία οδηγεί σε αύξηση της αβεβαιότητας και κατά συνέπεια σε μείωση των επενδύσεων και τελικά σε επιβράδυνση της οικονομίας. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν πλέον η χώρα δένεται στο άρμα του ευρώ μέσω της συνθήκης του Μάαστριχτ και εφαρμόζει σοβαρή σταθεροποιητική μακροοικονομική πολιτική, η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνει πάλι μέχρι την έναρξη της κρίσης

Διάγραμμα 2






Η Ελλάδα στην ίδια περίοδο συγκλίνει και προς κατά κεφαλή εισόδημα της πλουσιότερης χώρας, των ΗΠΑ. Έτσι ενώ το 1950 το κατά κεφαλή  ΑΕΠ της χώρας αντιστοιχούσε στο 27% του αντίστοιχου των ΗΠΑ, το 2010 αντιστοιχούσε στο 61%. Βέβαια το 1980 είχε φτάσει στο 68% κ0ια στη  συνέχεια μειώθηκε, όμως η τάση είναι η σύγκλιση.

 

  
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η Ελλάδα :
1.     Γνώρισε σημαντική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου  όπως αυτό μετράται με το κατά κεφαλή ΑΕΠ, σε όλη την  μεταπολεμική περίοδο
2.     Το βιοτικό επίπεδο της χώρας αυξήθηκε πολύ ταχύτερα από το αντίστοιχο χώρων που για ορισμένους στην Ελλάδα αποτελούν χώρες πρότυπο.
3.     Η συμμετοχή της χώρας στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και στη ευρωζώνη συνετέλεσε στην επιτάχυνση του ρυθμού βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου,
4.     Τα δάνεια  και οι εισροές κονδυλίων από την ΕΕ συνετέλεσαν στην βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι εμείς οι Έλληνες Κάναμε αρκετά και το αποτέλεσμα είναι προφανές. Θα μπορούσαμε να κάνουμε περισσότερα  ή θα μπορούσαμε ορισμένα να τα κάνουμε καλύτερα. Αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα.  Γεγονός είναι ότι δεν είμαστε οι χαραμοφάηδες της Ευρώπης. Δουλέψαμε και δημιουργήσαμε εισόδημα. Η κρίση ίσως αποτελέσει το καταλύτη για αναπροσανατολισμό της εθνικής παραγωγής προς κλάδους πιο παραγωγικούς με την έννοια ότι θα ενσωματώνουν περισσότερη προστιθέμενη αξία.