Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Πραγματικοί Μισθοί: Μύθοι και Πραγματικότητα


Ένα από τα πεδία αντιπαράθεσης των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, και όχι μόνον, αποτελεί η εξέλιξη των πραγματικών αμοιβών των εργαζόμενων στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, καθώς και η διανομή του εισοδήματος μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Οι πολιτικές δυνάμεις αυτοχαρακτηρίζονται ως προοδευτικές ή συντηρητικές και προσπαθούν να πείσουν τους πολίτες, μερικές φορές το καταφέρνουν, για την συνέπεια των λόγων και των έργων τους ως προς την εφαρμοζόμενη πολιτική τους. Τελευταία δε, μετά την είσοδο της Ελλάδας στην βαθιά οικονομική κρίση εμφανίσθηκαν και οι ακροδεξιοί οι οποίοι θεωρούν ότι η χούντα 1967-1974 στήριξε τον εργαζόμενο και τον προστάτευσε από το «αιμοβόρο» κεφάλαιο.
Σήμερα, διαθέτοντας μια σειρά από στατιστικά στοιχεία που προμηθεύουν διεθνείς οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και η Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, μπορούμε, εκ των υστέρων, να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα των πολιτικών που εφάρμοσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1963 έως το 2003 (περίοδος για την οποία το Δ.Ν.Τ. παρέχει στοιχεία για την Ελλάδα και επιφυλάσσομαι για την περίοδο 2003-2010).
Κατά την τεσσαρακονταετία αυτή οι εκάστοτε κυβερνήσεις άσκησαν πολιτικές που επηρέασαν  την ανάπτυξη, τις πραγματικές αμοιβές της εργασίας και την διανομή του εισοδήματος. Στην πρώτη στήλη του πίνακα 1 παρουσιάζεται η συνολική μεταβολή του πραγματικού ακαθαρίστου προϊόντος που επιτεύχθηκε κατά την διάρκεια της κυβερνητικής θητείας της αντίστοιχης κυβέρνησης[1]. Στην δεύτερη στήλη παρουσιάζεται η συνολική μεταβολή των πραγματικών αμοιβών στην βιομηχανία και στην τρίτη στήλη παρουσιάζεται η διαφορά της μεταβολής της πραγματικής αμοιβής της εργασίας και της μεταβολής του ΑΕΠ.
Από τα στοιχεία της δεύτερης στήλης προκύπτει ότι η πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση Καραμανλή υπήρξε η πιο ευνοϊκή για τους εργαζόμενους, καθώς η τότε επονομαζόμενη «σοσιαλμανία» του Κωνσταντίνου Καραμανλή μεταφράστηκε σε συνολική αύξηση των πραγματικών αμοιβών κατά 35%.  Η δικτατορία ακολουθεί με πραγματική αύξηση κατά 29% και στην τρίτη θέση βρίσκεται η πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου με πραγματική βελτίωση των αμοιβών κατά 21%. Η δεύτερη κυβέρνηση Α. Παπανδρέου υπήρξε η χειρότερη κυβέρνηση για τους εργαζόμενους, καθώς οι πραγματικές αμοιβές μειώθηκαν κατά 12% και ακολουθεί η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με 11%.
Η τρίτη στήλη μας δείχνει την απώλεια των εργαζόμενων από την αναδιανομή του δημιουργηθέντος προϊόντος στην οικονομία. Εάν η μεταβολή του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερη από τη μεταβολή των πραγματικών αμοιβών, και θεωρώντας τον πληθυσμό σταθερό, τότε οι εργαζόμενοι δεν απολαμβάνουν πλήρως την παραγωγικότητα που έχουν πετύχει κατά την διάρκεια της επισκοπούμενης περιόδου. Την διαφορά την καρπούνται άλλες τάξεις. Πραγματοποιείται, δηλαδή, αναδιανομή του πραγματικού εισοδήματος εις βάρος των εργαζομένων. Εάν η πραγματική αμοιβή αυξάνει πιο γρήγορα από την αύξηση του προϊόντος, τότε γίνεται αναδιανομή υπέρ των εργαζομένων με κίνδυνο όμως την άνοδο των τιμών στην συνέχεια. 
Εξετάζοντας λοιπόν την διαφορά μεταβολής πραγματικών αμοιβών και μεταβολής του ΑΕΠ, παρατηρούμε ότι η πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση Καραμανλή πραγματοποίησε την μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των εργαζόμενων κατά 23%. Ακολουθεί η κυβέρνηση Γ. Ράλλη με 14.2% και τρίτη η πρώτη κυβέρνηση Παπανδρέου με 7.5%.  Σε όλες τις υπόλοιπες κυβερνητικές θητείες η διαφορά είναι αρνητική, δηλαδή, οι εργαζόμενοι δεν απόλαυσαν πλήρως την αύξηση της παραγωγικότητας διότι πραγματοποιήθηκε αναδιανομή του εισοδήματος εις βάρος τους. Η μεγαλύτερη αναδιανομή πραγματοποιήθηκε επί δικτατορίας με απώλεια 49.5%, ακολουθεί η δεύτερη κυβέρνηση Παπανδρέου με απώλεια 12.8% και τέλος η κυβέρνηση Μητσοτάκη με απώλεια 11.7%. Καταρρίπτονται λοιπόν δυο μύθοι: α) ο μύθος τον οποίο έστησαν για την φιλεργατική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου και β)ο μύθος τον οποίο προσπαθούν να στήσουν οι νοσταλγοί της χούντας ότι η δικτατορία προστάτευσε τους εργαζόμενους από την εργοδοσία. Στην διάρκεια των κυβερνήσεων αυτών οι εργαζόμενοι έχασαν τα μεγαλυτέρα μερίδια προς όφελος της εργοδοσίας.
Εάν εξετάσουμε τις συνολικές κυβερνητικές θητείες της Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ μετά την μεταπολίτευση, δηλαδή τις περιόδους 1974-1981, 1981-1988 και 1994-2003, τότε μπορούμε να καταλήξουμε στις παρακάτω διαπιστώσεις. Κατά την  πρώτη μεταπολιτευτική κυβερνητική περίοδο, με κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, επιτεύχθηκε συνολική αύξηση του ΑΕΠ κατά 16.6 %, ενώ η συνολική αύξηση πραγματικών αμοιβών ήταν 53%. Κατά συνέπεια πραγματοποιήθηκε αναδιανομή του πραγματικού εισοδήματος υπέρ των εργαζόμενων κατά 36.4%. Κατά τη πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, επί Α. Παπανδρέου (1981-1988), η συνολική αύξηση του ΑΕΠ ήταν 14.3%, ενώ η συνολική αύξηση των πραγματικών αμοιβών 9%. Συνεπώς, συνετελέσθη αναδιανομή εισοδήματος εις βάρος των εργαζόμενων κατά 5.3%. Η δεύτερη περίοδος διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, με Α. Παπανδρέου και στην συνέχεια Κ. Σημίτη, η συνολική αύξηση του ΑΕΠ ήταν 35%, ενώ η αντίστοιχη αύξηση των πραγματικών αμοιβών 18.9%. Συνετελέσθη δηλαδή αναδιανομή εισοδήματος εις βάρος των εργαζομένων κατά 16.1%.
Τέλος, κατά την εικοσαετία (1981-2003) που η χώρα μας είναι μέλος της ΕΟΚ (ΕΕ) και έχει αντλήσει σημαντικούς χρηματοοικονομικούς πόρους από τα κοινοτικά ταμεία, η συνολική αύξηση του ΑΕΠ ήταν 60%, ενώ  αντίστοιχη αύξηση των  πραγματικών μισθών ήταν μόλις 24.9%. Κατά συνέπεια οι εργαζόμενοι απόλαυσαν μέρος μόνο της παραγωγικότητας που επιτεύχθηκε κατά την περίοδο αυτή. Το υπόλοιπο 35.4% αναδιανεμήθηκε προς όφελος άλλων τάξεων και για αυτή την μεγάλη αναδιανομή  ευθύνονται και τα δύο κόμματα που κυβέρνησαν την χώρα, το καθένα βέβαια με το ποσοστό της ευθύνης του (23.7% το ΠΑΣΟΚ και 11.7% η Νέα Δημοκρατία του Κ. Μητσοτάκη).



Πίνακας 1.
Πραγματικές Αμοιβές και Αναδιανομή
Κυβέρνηση
Συνολική %
Μεταβολή ΑΕΠ
Συνολική % Μεταβολή του Ωριαίου Μισθού
Διαφορά % Μεταβολής του ΑΕΠ Με % Μεταβολή του Μισθού
Γ. Παπανδρέου
(1964-65)
22
16.
-6
Κυβερνητική Αστάθεια
(1966-1967)
12.3
18
5.7
Δικτατορία
(1967-1974)
78.6
29
-49.5
Α' Κ. Καραμανλή
(1974-1977)
11.7
35
23.2
Β' Κ. Καραμανλή
(1977-1980)
14.1
13
-1.1
Γ. Ράλλη
(1980-1981)
-9.2
5
14.2
Α' Α. Παπανδρέου
(1981-1985)
13.4
21
7.5
Β' Α. Παπανδρέου (1985-1989)
0.8
-12
-12.8
Κ. Μητσοτάκη
(1990-1993)
1.7
-10
-11.7
Γ' Α. Παπανδρέου (1994-1995)
7
6
-1.03
Α' Κ. Σημίτη
(1996-2000)
10.3
3
-7.3
Β' Κ. Σημίτη
(2000-2003)
17.6
9.9
-7.6





























Πηγή: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, International Financial Statistics


[1] Πραγματικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και πραγματική αμοιβή της εργασίας είναι τα αντίστοιχα μεγέθη μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού.

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Γλώσσα και Ανταγωνιστικότητα


Η κ. Ρεπούση, καθηγήτρια παιδαγωγικής της ιστορίας, εξέφρασε την άποψή της  σχετικά με την διδασκαλία  των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο και στο λύκειο, άρα και εγώ ως οικονομολόγος έχω αυτό το δικαίωμα. Παραθέτω δύο σχόλια προς συζήτηση.
1.     Η κ. Ρεπούση χρησιμοποίησε τον όρο «νεκρή γλώσσα» για να αναφερθεί στην αρχαία ελληνική. Στην βιολογία, ο όρος «νεκρός» αναφέρεται μόνο ως συνέχεια της ζωής. Άρα όταν χρησιμοποιείται ο όρος «νεκρή γλώσσα» εννοείται ότι η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός και τα αρχαία ελληνικά, σύμφωνα με την καθηγήτρια, ήταν κάποτε ζωντανή γλώσσα. Ο όρος «νεκρός», στην βιολογία, αναφέρεται στην κατάσταση εκείνη ενός όντος στην οποία τα όργανα της κίνησης και της ζωής έχουν σταματήσει ανεπιστρεπτί να λειτουργούν. Εάν, λοιπόν, η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός τότε ποια είναι τα όργανά της; Οι λέξεις, η γραμματική και το συντακτικό. Έτσι σε μια γλώσσα νεκρή όλα τα όργανα της παύουν να λειτουργούν. Συμβαίνει αυτό με την αρχαία ελληνική γλώσσα; Η απάντηση είναι όχι διότι η ελληνική γλώσσα ακολούθησε τον νόμο της εξέλιξης, πάλι βιολογία, προσαρμοζόμενη στο διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Όλα τα όργανα της λειτουργούν κανονικά εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, ακόμη και το συντακτικό,  με την αναγκαία, βέβαια, προσαρμογή. Διαβάζουμε σε εγχάρακτη επιγραφή πάνω σε πήλινο κύπελλο του 750 πχ  «Φιλίονος εμί» (από την θαυμάσια έκθεση «γράμματα από το υπόγειο» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης με το ανασκαφικό έργο της περιοχής της Μεθώνης στην Πιερία) και σήμερα πολλές φορές απαντάμε «του Γιάννη είναι».
2.     Η γλώσσα είναι ένας αλγόριθμός με τον οποίο προσπαθούμε να λύσουμε το πρόβλημα έκφρασης των σκέψεων. Ως αλγόριθμος, η γλώσσα έχει συγκεκριμένη δομή μεταξύ των στοιχείων της. Οι πολύπλοκες σκέψεις, όπως αυτές της φιλοσοφίας, των μαθηματικών  και της επιστήμης, απαιτούν πιο σύνθετους αλγορίθμους για να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στο πρόβλημα της έκφρασης της σκέψης. Και όπως τονίζει ο Wittgenstein στο περίφημο Tractatus Logico Philosophicus «τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν (ορίζουν) τα όρια του κόσμου μου». Σημειώνω εδώ ότι στην αγγλική έκδοση του βιβλίου χρησιμοποιείται ο όρος “means” ο οποίος έχει διπλό νόημα, σύμφωνα με το λεξικό της Οξφόρδης: σημαίνει και ορίζει. Άρα η γλώσσα σε βοηθά να ερμηνεύσεις τον κόσμο αλλά και μέσω της γλώσσας να ορίσεις τον κόσμο σου. Εάν λοιπόν μια γλώσσα είναι απλή θα δίνει απλές ερμηνείες και θα ορίζει ταυτόχρονα έναν απλό κόσμο, όπως είναι, για παράδειγμα, οι γλώσσες των απομονωμένων φυλών της Αφρικής και της Ινδονησίας. Αντίθετα, οι συνθέτες σκέψεις για την ερμηνεία του κόσμου απαιτούν συνθετότερες γλώσσες, οι οποίες συνθετότερες γλώσσες ορίζουν και συνθετότερους κόσμους. Η Ελληνική γλώσσα στην διαχρονική διαδρομή της υπήρξε η σύνθετη γλώσσα με την οποία οι Έλληνες προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τον εκάστοτε κόσμο και ταυτόχρονα να ορίσουν τον ελληνικό κόσμο μέσα στους αιώνες.
Σε μια οικονομία που γίνεται πιο πολύπλοκη, σε έναν κόσμο που το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα προκύπτει από την δημιουργία γνώσης και όχι από το απόθεμα γνώσης που κατέχεις, οι νέοι άνθρωποι χρειάζονται σύνθετα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις. Η μελέτη της ελληνικής γλώσσας, επειδή είναι ίσως η πλέον σύνθετη γλώσσα, αποτελεί σημαντικό υπόβαθρο για όλους τους επιστημονικούς κλάδους, για τον επιχειρηματικό κόσμο. Άρα, εάν θέλουμε ως Έλληνες να είμαστε ανταγωνιστικοί πρέπει από την πρώτη δημοτικού τα παιδιά να μαθαίνουν τον αλγόριθμο της γλώσσας (γραμματική - συντακτικό) και από την πρώτη γυμνάσιου να μελετούν τον αλγόριθμο της ελληνικής γλώσσας στην μακραίωνη πορεία της.  
Κλείνοντας, παραθέτω ένα ποίημα του αείμνηστου συναδέλφου μου Μελέτη Θεοφίλου:
Εποχή του χρυσού
Εποχή του χαλκού
Εποχή του σιδήρου
Εποχή των τενεκέδων
Αξίζει τα παιδιά μας να συνεχίσουν να ζουν στην εποχή των τενεκέδων;

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Ακαδημαϊκή Ελευθερία Έρευνας και όχι Ιδεών


Με αφορμή την εκδίωξη των λαθρεμπόρων από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και την ανεύρεση υλικών καθημερινής χρήσης σε αίθουσες του κτιρίου, το κομματικό σύστημα αναφώνησε: «ΩΠΑ! το πανεπιστήμιο είναι χώρος ελεύθερης διακίνησης ιδεών!» Μια μερίδα του κομματικού συστήματος για λόγους διασκέδασης ή ενθουσιασμού για την συνέχιση αυτών των ενεργειών και μια άλλη ως προσταγή να σταματήσουν αυτές οι ενέργειες. Όμως, η φράση αυτή αποτελεί την πλήρη διαστρέβλωση του ρόλου του πανεπιστημίου ως χώρου ακαδημαϊκής ελευθερίας.
Ας ορίσουμε ορθά την ακαδημαϊκή ελευθερία; Σύμφωνα με την Magna Charta Universitatum, που υπογράφηκε το 1986 στο Πανεπιστήμιο της Μπολώνιας, (http://www.magna-charta.org/library/userfiles/file/mc_greek_mod.pdf): «Το Πανεπιστήμιο παράγει, εξετάζει, αποτιμά και μεταβιβάζει την παιδεία μέσω της έρευνας και της διδασκαλίας» και στην συνέχεια «Η ελευθερία στην έρευνα και στην διδασκαλία είναι θεμελιώδης αρχή της πανεπιστημιακής ζωής…». Όπως διατυπώνεται ρητώς στην Magna Charta, το πανεπιστήμιο δεν ασχολείται με όλο το φάσμα της παιδείας ενός λαού αλλά ΜΟΝΟ με την έρευνα και την διδασκαλία των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Την δημιουργία της νέας γνώσης και την μετάδοση της παγκόσμιας επιστημονικής γνώσης στις νεότερες γενιές. Η δε επιστημονική έρευνα στηρίζεται σε αρχές και διεξάγεται με συγκεκριμένους μεθοδολογικούς κανόνες. Και όπως έχει πει ο Α. Αϊνστάϊν: «Η επιστήμη μπορεί να εξακριβώσει μόνο ό,τι υπάρχει και όχι ό,τι θα έπρεπε να υπάρχει. Οι όποιες αξιολογικές κρίσεις παραμένουν έξω από το πεδίο της επιστήμης».
Ας δεχθούμε όμως για την συζήτηση  ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία αφορά την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Άρα ΚΑΘΕ ΙΔΕΑ θα πρέπει να διδάσκεται στο πανεπιστήμιο. Και όταν λέμε κάθε ιδέα εννοούμε ΚΑΘΕ ΙΔΕΑ. Τίποτε λιγότερο. Σε διαφορετική περίπτωση παραβιάζεται η ακαδημαϊκή ελευθερία. Έτσι θα κληθεί να διδάξει ο επαγγελματικώς αξιόλογος κ. Λιακόπουλος  για την διαμάχη μεταξύ των Ελλοχίμ και Νεφελίμ. Ο κ. Καιάδας της Χρυσής Αυγής, ο κ. Χαλβατζής του ΚΚΕ, ο κ. Σκουρλέτης του ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Ψωμιάδης της Νέας Δημοκρατίας θα αναλύσουν τις κομματικές τους ιδέες. Θα κληθούν εκπρόσωποι των Ταλιμπάν, των παλιομερολογιτών, των Ιαχωβάδων, των Σιεντολόγων, των Καθολικών, των Ορθοδόξων και εν γένει κάθε θρησκευτικής ομάδας να διδάξουν τα δόγματα – ιδέες τους. Νομίζω, επίσης, ότι θα ήταν χρήσιμη η παρουσία ορισμένων αστρολόγων ώστε να αναλυθούν με τον σωστό τρόπο οι ιδέες της αστρολογίας. Τέλος, στην ακραία μορφή, θα κληθεί να διδάξει ο «τρελός του χωριού» για τις έμμονες ιδέες που τον κυνηγούν. Ιδέες είναι και αυτές. Από τα παραπάνω αντιλαμβάνεται ο καλόπιστος αναγνώστης ότι η φράση που χρησιμοποιείται για την ακαδημαϊκή ελευθερία είναι προδήλως λανθασμένη.
Εάν, όμως, ακαδημαϊκή ελευθερία σημαίνει ελευθερία στην έρευνα και στην επιστημονική διδασκαλία τότε γιατί όλοι οι κομματικοί χρησιμοποιούν την λέξη «ιδέα» και όχι την σωστή λέξη «έρευνα» που είναι ο παγκόσμιος ορισμός της ακαδημαϊκής ελευθερίας; Κατά την άποψη μου υπάρχουν δύο εξηγήσεις: α) λόγω άγνοιας και β) εκ του πονηρού διότι επιδιώκουν αλλότριους σκοπούς. Θέλω να πιστεύω ότι η πρώτη εξήγηση είναι η αληθής. 
Συνεπώς, τα κομματικά επιτελεία οφείλουν να ακολουθήσουν τον παγκόσμιο ορισμό της ακαδημαϊκής ελευθερίας και να διαλύσουν αμέσως τις κομματικές νεολαίες και τους κομματικούς μηχανισμούς που καταδυναστεύουν το Ελληνικό πανεπιστήμιο σε όλα τα επίπεδα και να συνεισφέρουν στην βελτίωση της αισθητικής των χωρών. Όλοι μαζί να επαναφέρουμε τους φοιτητές και τους καθηγητές στα αμφιθέατρα, στα αναγνωστήρια και στα εργαστήρια. Το αποτέλεσμα θα δικαιώσει την Ελληνική κοινωνία.
Εάν δεν το κάνουν, ισχύει μάλλον η δεύτερη εξήγηση επειδή φοβούνται το καλό Ελληνικό πανεπιστήμιο διότι, όπως έγραψε ο Άνταμ Σμιθ πριν από δύο αιώνες: «Η επιστήμη είναι το καλύτερο αντίδοτο στο δηλητήριο της δεισιδαιμονίας και του ενθουσιασμού.»