Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Ελληνικά Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα: Μάλλον δεν πάνε άσχημα. Συμπεράσματα μιας έρευνας για το FP6.


Τα προγράμματα – πλαίσια, γνωστά ως FP, αποτελούν τον βασικό  πυλώνα της ερευνητικής χρηματοδότησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάθε πρόγραμμα - πλαίσιο διαρκεί αρκετά χρόνια, 6-7, και χρηματοδοτεί την ευρωπαϊκή έρευνα με ποσά που ξεπερνούν τα  5 δισεκατομμύρια ευρώ. Η διαδικασία χρηματοδότησης από το πρόγραμμα είναι άκρως ανταγωνιστική και συμμετέχουν χιλιάδες διακρατικές και διεπιστημονικές ερευνητικές ομάδες στην διαγωνιστική διαδικασία, καταθέτοντας η κάθε μια το δικό της ερευ6νηυτικό σχέδιο. Από όλα τα ερευνητικά σχέδια, μετά από κρίση, επιλέγονται, συνήθως, τα καλύτερα ερευνητικά σχέδια ή τουλάχιστον αυτά που η ΕΕ θεώρει ότι θα συμβάλουν καλύτερα στην πρόοδο της έρευνας στην ΕΕ.  Οι ερευνητικές περιοχές που κατατίθενται ερευνητικά σχέδια είναι αρκετές και ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στην ιστοσελίδα (www.cordis.eu) για να δει αυτές τις περιοχές που ισχύουν για το τρέχον πρόγραμμα- πλαίσιο FP7. Οι ερευνητικές περιοχές του κάθε προγράμματος- πλαισίου καθαρίζονται από τις προτεραιότητες που θέτει η ΕΕ. Συνήθως, όμως, οι τεχνολογίες επικοινωνίας και πληροφορικής (ICT) αποτελούν βασικές κατηγορίες του κάθε προγράμματος- πλαισίου.
Σε επιστημονική μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2009[1] αναλύεται η έρευνα που διεξήχθη στο πλαίσιο του FP6 στον επιστημονικό χώρο της πληροφορικής (IST) και ειδικά στην θεματική περιοχή «Έρευνα στο ISΤ για την αντιμετώπιση μεγάλων κοινωνικών και οικονομικών προκλήσεων».  Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν την θεωρία των κοινωνικών δικτύων (social network analysis), θεωρώντας  όλους τους οργανισμούς που συμμετείχαν στο FP6 ως στοιχεία ενός δικτύου (network)[2]. Σε αυτό το δίκτυο ο κάθε οργανισμός είναι ένας κόμβος και οι ακμές αντιπροσωπεύουν την  ερευνητική σχέση με έναν άλλον οργανισμό – κόμβο.  Στην θεματική περιοχή, που αναλύουν οι ερευνητές, συμμετείχαν σε όλο το FP6 1660 οργανισμοί, ιδιωτικοί και δημόσιοι που ανήκουν σε τρεις κατηγορίες: ιδιωτικές επιχειρήσεις, πανεπιστήμια και δημόσια ερευνητικά ιδρύματα. Ο κάθε οργανισμός συμμετείχε σε ένα τουλάχιστον ερευνητικό έργο ενταγμένο στο FP6.  Έτσι ο κάθε οργανισμός αποτελεί έναν κόμβο στο ερευνητικό δίκτυο του FP6. Αυτός ο οργανισμός συνεργάστηκε στο πλαίσιο του FP6 με άλλους οργανισμούς.  Η συνεργασία μεταξύ των δύο οργανισμών παριστάνεται στο δίκτυο με μια γραμμή που ενώνει τους δυο κόμβους. Έτσι, για παράδειγμα, εάν ένας ερευνητής του οργανισμού Α συμμετείχε σε ένα ερευνητικό έργο με ερευνητές των οργανισμών Β και Γ, ενώ ένας άλλος ερευνητής του Α συμμετείχε σε ένα άλλο ερευνητικό έργο με τους οργανισμούς Δ και Ε, τότε ο οργανισμός Α είναι συνδεδεμένος με τους οργανισμούς Β, Γ, Δ και Ε. Ο οργανισμός Β είναι συνδεδεμένος μόνο με τους Α και Γ (το ίδιο και για τον Γ) και ο Δ μόνο με τον Α και τον Ε (το ίδιο και για τον Ε).
Σε ένα δίκτυο όλοι οι κόμβοι δεν είναι ίδιας σημασίας για την λειτουργία του. Ορισμένοι κόμβοι είναι πολύ σημαντικοί και άλλοι περιθωριακού χαρακτήρα, ενώ, τέλος, ορισμένοι κόμβοι είναι τελείως απομονωμένοι και δεν επικοινωνούν  με άλλους κόμβους. Στη θεωρία των δικτύων ένας κόμβος είναι κύριος (hub) όταν έχει πολλές συνδέσεις με άλλους κόμβους ή εναλλακτικά όταν παίζει τον ρόλο του συνδέσμου μέσα στο δίκτυο, δηλαδή, συνδέει μεταξύ τους κόμβους που χωρίς την ύπαρξη του κύριου κόμβου αυτού θα ήταν μεταξύ τους ασύνδετοι. Για τους παραπάνω λόγους, οι σημαντικοί κόμβοι είναι πολύ σημαντικοί σε δίκτυα ερευνητικής συνεργασίας και γνώσης διότι συμβάλουν σημαντικά στην αποτελεσματική και γρήγορη διάχυση της γνώσης ακόμη και προς του πιο περιθωριακούς κόμβους. 
Χρησιμοποιώντας ειδικούς δείκτες από την θεωρία των δικτύων, οι ερευνητές όρισαν ως κύριους κόμβους (hub) αυτούς που ανήκουν στο κορυφαίο 2%, σύμφωνα με τους δείκτες που υπολογίστηκαν. Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, το 2% των κόμβων έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην δημιουργία του δικτύου του FP6 και στην διάχυση της γνώσης και βοήθησαν στην αποτελεσματικότερη δημιουργία νέας γνώσης. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται στον παρακάτω πινάκα. Το κορυφαίο 2% των κόμβων αντιστοιχεί σε 33 κόμβους οι οποίοι είχαν σημαντική θέση στο ερευνητικό δίκτυο του FP6. Στους 33 κορυφαίους οργανισμούς βρίσκονται 11 επιχειρήσεις με κορυφαία την Siemens και στην δεύτερη θέση την Microsoft. Να σημειώσουμε ότι η κορυφαία ιδιωτική επιχείρηση οργανισμός –κόμβος βρίσκεται στην δεύτερη θέση σημαντικότητας και η Microsoft μόλις στην εβδόμη. 14 πανεπιστήμια βρίσκονται στους σημαντικότερους οργανισμούς- κόμβους, ενώ 8 ήταν οι δημόσιοι ερευνητικοί οργανισμοί.
Τι μας δείχνει λοιπόν ο πίνακας των αποτελεσμάτων. Ότι οι σημαντικότεροι οργανισμοί –κόμβοι που συνέβαλαν σημαντικά στην αποτελεσματικότητα της ερευνητικής δραστηριότητας του FP6  και την ταχύτερη διάδοση της γνώσης μεταξύ των ερευνητών ήταν τα πανεπιστήμια και τα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα. Για παράδειγμα στις 5 πρώτες θέσεις βρίσκονται δυο πανεπιστήμια, δυο δημόσιοι ερευνητικοί οργανισμοί και μόλις μια ιδιωτική επιχείρηση. Συνεπώς, εάν η ΕΕ στοχεύει στην ταχύτερη ανάπτυξη του ευρωπαϊκού καινοτομικού συστήματος και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διάχυσης της ερευνητικής γνώσης ακόμη και στους πιο απομακρυσμένους οργανισμούς – κόμβους πρέπει να στοχεύσει προς την καλύτερη χρηματοδότηση των πανεπιστήμιων και των δημόσιων ερευνητικών οργανισμών. Τουλάχιστον στον τομέα της IST, όπως δείχνει η μελέτη.
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατήρησε στον πίνακα κάτι που νομίζω  πρέπει να τονισθεί. Μεταξύ των 33 σημαντικότερων οργανισμών- κόμβων  που συμμετείχαν στην συγκεκριμένη ερευνητική κατηγορία του FP6 βρίσκονται 5 ελληνικοί οργανισμοί! Το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ) στην 13η θέση, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στη 15η θέση, Το Ινστιτούτο Συστημάτων Επικοινωνιών και Υπολογιστών του ΕΜΠ στην 21η θέση, το Πολυτεχνείο Κρήτης στη  32η θέση και το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) στην  33η  θέση. Τι μας δείχνουν λοιπόν τα συμπεράσματα της έρευνας;  ‘Ότι τα ελληνικά ερευνητικά ιδρύματα και τα πανεπιστήμια, υπό αντίξοες πολλές φορές συνθήκες, είναι σημαντικοί ερευνητικοί παίκτες στο ευρωπαϊκό ερευνητικό πεδίο. Αυτό το ερευνητικό αποτέλεσμα έρχεται να συμπληρώσει και άλλες αξιολογήσεις που γίνονται διεθνώς και κατατάσσουν ελληνικά πανεπιστήμια, όπως το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, το Πολυτεχνείο Κρήτης, το Πανεπιστήμιο Πάτρας, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στα κορυφαία 2-5% ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης του κόσμου.
Η άποψη που έχουν διαμορφώσει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αναπαράγοντας την πολεμική άλλων θεσμικών παραγόντων, όπως των πολιτικών, είναι εν πολλοίς άδικη. Ασφαλώς τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους και μάλιστα δύσβατο. Η πολιτεία, όμως, πρέπει να αναπροσαρμόσει τις προτεραιότητες της και να καταλάβει ότι αφενός μεν η έρευνα στην Ελλάδα είναι σε πολύ καλό  επίπεδο και αφετέρου ότι η έρευνα και εκπαίδευση αποτελούν τους βασικότερους πυλώνες για την ανάπτυξη της χώρας και επομένως πρέπει να ενισχυθούν.

 




[1] S.Breschi, L. Cassi, F. Malerba, and N. Vonortas (2009) Networked research: European policy intervention in ICTs, Technology Analysis and Strategic Management, 21, 833-857.
[2] Ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στο πολύ καλό βιβλίο: Christakis Nicholas Α., Fowler James Η. «Συνδεδεμένοι: Η εκπληκτική δύναμη των κοινωνικών δικτύων και πώς αυτά διαμορφώνουν τη ζωή μας» Εκδόσεις Κάτοπτρο, 2010.