Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Παγκοσμιοποίηση, Τεχνολογία και Εργασία


Η είσοδος των χωρών της Ασίας (Κίνα, Ινδία κλπ) και των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, ταυτόχρονα με τις δημογραφικές εξελίξεις, έχουν επηρεάσει σημαντικά την προσφορά στην παγκόσμια αγορά της εργασίας τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η παγκόσμια προσφορά εργασίας τετραπλασιάστηκε κατά την εικοσιπενταετία 1980-2005 και το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης συνέβη μετά το 1990. Ταυτόχρονα όμως με την αύξηση της παγκόσμιας προσφοράς εργασίας συνέβη και η τεχνολογική έκρηξη των τελευταίων δύο δεκαετιών. Ειδικότερα, η εισαγωγή της πληροφορικής στην παραγωγική διαδικασία μετέβαλε ριζικά τον ρόλο της εργασίας στην παραγωγή.
Πώς όμως αυτή η αύξηση της παγκόσμιας προσφοράς εργασίας και η τεχνολογική μεταβολή επηρέασαν τους εργαζόμενους στις ανεπτυγμένες οικονομίες; Η παραδοσιακή θεωρία του διεθνούς εμπορίου θεωρεί ότι η αυξημένη προσφορά οδηγεί σε πίεση των μισθών των εργαζόμενων στις ανεπτυγμένες οικονομίες προς τα κάτω και συνεπώς το μερίδιο της εργασίας στο εθνικό εισόδημα μειώνεται. Από την άλλη μεριά όμως λόγω της αυξημένης παραγωγικότητας και του αυξημένου εμπορίου η θέση των εργαζόμενων μπορεί να βελτιώνεται διότι μεγαλώνει η προς διανομή «πίτα».
Στην τελευταία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου παρουσιάζονται οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας και των επιδράσεων που έχουν η παγκοσμιοποίηση και η υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών στις αμοιβές και στο μερίδιο της εργασίας στο εθνικό εισόδημα. (World Economic Outlook, 2007). Όσον αφορά το μερίδιο της εργασίας αυτό μειώθηκε από 67%, περίπου, του ΑΕΠ το 1980 στο 63%. Η πτώση του μεριδίου ήταν μεγαλύτερη στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία (10% περίπου) σε σχέση με την Αγγλοσαξωνικές χώρες και τις ΗΠΑ (3-4% περίπου). Ενώ όμως το μερίδιο της εργασίας συρρικνώθηκε, η πραγματική αμοιβή της εργασίας συνολικά, η αμοιβή ανά εργαζόμενο και η συνολική απασχόληση αυξήθηκαν κατά την περίοδο αυτή. Συγκεκριμένα, η πραγματική συνολική αμοιβή της εργασίας αυξήθηκε κατά 60% περίπου, η πραγματική αμοιβή ανά εργαζόμενο αυξήθηκε κατά 28% και η απασχόληση κατά 30% περίπου. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η αμοιβή της ανειδίκευτης ή χαμηλής ειδίκευσης εργασίας δεν αυξήθηκε με τον  ίδιο ρυθμό,  καθώς η πραγματική αμοιβή αυξήθηκε μόνο κατά 20%, η ανά εργαζόμενο αμοιβή αυξήθηκε κατά 14%, ενώ η απασχόληση των ανειδίκευτων αυξήθηκε μόλις κατά 6% κατά την διάρκεια της εικοσιπενταετίας 1980-2005.
Επειδή πολλά έχουν γραφεί τα τελευταία χρόνια σχετικά με την επίδραση της παγκοσμιοποίησης στις αμοιβές της εργασίας στον ανεπτυγμένο κόσμο παρουσιάζουμε στον παρακάτω πίνακα την επίδραση ορισμένων παραγόντων που σύμφωνα με την μελέτη του ΔΝΤ οδήγησαν στην μείωση του μεριδίου της εργασίας στο εθνικό εισόδημα.











Πίνακας
Μέσες Ετήσιες Ποσοστιαίες μεταβολές στο
Μερίδιο της Εργασίας


Ευρώπη
Μεγάλες Ευρωπαϊκές Χώρες
Μικρές Ευρωπαϊκές Χώρες
Αγγλοσαξωνικές Χώρες
Ιαπωνία
Όλες οι Ανεπτυγμένες Χώρες
Συμβολή της Τεχνολογικής Αλλαγής
-0.19
-0.2
-0.18
-0.125
-0.27
-0.16
Συμβολή της Παγκοσμιοποίησης της Αγοράς Εργασίας
-0.125
-0.05
-0.18
-0,14
+0.05
-0.125
Συμβολή των Πολιτικών στην Αγορά Εργασίας
+0.03
-0.05
+0.1
+0.08
-0.05
+0.04
  Πηγή: ΔΝΤ, World Economic Outlook, 2007


Στο πίνακα το αρνητικό πρόσημο σημαίνει αρνητική συμβολή στην εξέλιξη του μεριδίου της εργασίας και το θετικό πρόσημο θετική συμβολή, δηλαδή το μερίδιο της εργασίας αυξάνει. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, την μεγαλύτερη συμμετοχή στην μείωση του μεριδίου της εργασίας στο εθνικό εισόδημα έχει η τεχνολογική μεταβολή και λιγότερο η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση. Να σημειώσουμε ότι η επίδραση της τεχνολογικής μεταβολής στο μερίδιο της εργασίας είναι αρκετά μεγαλύτερη στις μεγάλες Ευρωπαϊκές χώρες και την Ιαπωνία σε σχέση με τις Αγγλοσαξονικές γεγονός που υποδεικνύει την άμεση προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις νέες συνθήκες. Η προσαρμογή της εργασίας στο νέο τεχνολογικό περιβάλλον απαιτεί συνεχή και διαρκή εκπαίδευση γεγονός που φαίνεται να έχουν πετύχει σε καλύτερο βαθμό οι Αγγλοσαξονικές χώρες σε σχέση με τις υπόλοιπες. Τέλος οι πολιτικές στην αγορά εργασίας που εφαρμόσθηκαν σε αρκετές χώρες βοήθησαν στην βελτίωση του μεριδίου της εργασίας. Οι μικρές ευρωπαϊκές χώρες μέσω αυτών των πολιτικών βοήθησαν να αυξηθεί το μερίδιο της εργασίας κατά 2.5% συνολικά στην διάρκεια της εικοσιπενταετίας.
Από τα παραπάνω στοιχεία που αφορούν μια μεγάλη χρονική περίοδο μπορούμε να εξάγουμε τα παρακάτω συμπεράσματα πολιτικής:
1.      Είναι απαραίτητος ο επαναπροσανατολισμός του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας μας προκειμένου να ανταποκριθεί η εργασία στις νέες εξελίξεις της τεχνολογίας και ταυτόχρονα να διατηρήσει το μερίδιο της στο εθνικό εισόδημα.
2.      Υιοθέτηση νέων πολιτικών στην αγορά εργασίας που στοχεύουν στην δημιουργία νέων και καλύτερα αμειβομένων θέσεων εργασίας.

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Ζάππειο 2: Ενας προβληματισμός


Ο πρόεδρος της ΝΔ κ. Α. Σαμαράς ανακοίνωσε την δεύτερη συνέχεια των προτάσεων για την έξοδο της χώρας από την κρίση (ελπίζω να μην ακολουθήσει την ταινία Star trek!). Μια από τις βασικές προτάσεις είναι η μείωση των φορολογικών συντελεστών και η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων. Σύμφωνα με τον κ. Σαμαρά, αυτή η πολίτική θα οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγής – εισοδήματος. Στην μακροοικονομική θεωρία αυτή η αύξηση θα προέλθει μέσω της αύξησης της ζήτησης ( κατανάλωση και επένδυση) καθώς το διαθέσιμο εισόδημα των οικονομικών υποκειμένων θα αυξηθεί μετά την μείωση των φόρων, ενώ ταυτόχρονα θα αυξηθεί και το τρίτο μέρος της συνολικής ζήτησης, η δημόσια ζήτηση μέσω της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων. Για να υπάρξει όμως αυτό το αποτέλεσμα ειδικά με την μείωση των φορολογικών συντελεστών, οι προτείνοντες, άρρητα, υποθέτουν ότι η αυτόνομη κατανάλωση και επένδυση παραμένουν σταθερές ενώ και η νομισματική πολιτική που ασκείται από την ΕΚΤ θα παραμένει αμετάβλητη. Ως αυτόνομη κατανάλωση και επένδυση ορίζουμε το μέρος εκείνο που δεν εξαρτάται από το εισόδημα αλλά από άλλους παράγοντες όπως πχ προσδοκίες. Είναι όμως σωστή αυτή η υπόθεση υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην είναι σωστή και το αυτόνομο τμήμα της κατανάλωσης και της επένδυσης να μειωθεί μετριάζοντας ή ακόμη και εξουδετερώνοντας  την θετική επίδραση της μείωσης των φόρων στο διαθέσιμο εισόδημα.
Εξηγούμαι:
Ας εξετάσουμε έναν τυπικό καταναλωτή ή επενδυτή που βλέπει ότι μειώνονται οι φόροι σήμερα. Η αντίδραση τους υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν να δαπανήσουν το εξοικονομούμενο πόσο στην κατανάλωση ή στην επένδυση. Σήμερα, όμως, που η χώρα βρίσκεται σε βαθύτατη κρίση με το δημόσιο χρέος να έχει εκτοξευθεί, η σκέψη που θα έκαναν οι παραπάνω είναι να μην δαπανήσουν αυτά τα χρήματα, αλλά να τα αποταμιεύσουν διότι θα είναι σφόδρα πιθανόν σε ένα, δυο ή τρία χρόνια, λόγω της κατάστασης, το κράτος να αυξήσει ξανά τους φόρους για να καλύψει τα μελλοντικά ελλείμματα. Στα οικονομικά αυτή η συμπεριφορά ονομάζεται Ρικαρδιανή ισοδυναμία (Ricardian equivalence). είναι πιθανή αυτή η συμπεριφορά; Μάλλον ναι. Άρα, η αποδοτικότητα του μέτρου της μείωσης των φορολογικών συντελεστών δεν φαίνεται να είναι για την επόμενη περίοδο τόση όση τουλάχιστον προσδοκά ο κ. Σαμαράς.
Για την δεύτερη υπόθεση της σταθερότητας της νομισματικής πολιτικής, δεν χρειάζεται να αναφερθούμε καθώς ήδη η ΕΚΤ δείχνει σημάδια περιοριστικής νομισματικής πολιτικής με αποτέλεσμα την άνοδος των επιτοκίων και την αρνητική επιδράση στις επενδύσεις και στην κατανάλωση.

Πέμπτη 12 Μαΐου 2011

Επιτέλους, Διαφθορά Σημαίνει Οικονομική Υπανάπτυξη


Όπως φάνηκε και στην τελευταία έκθεση της Transparency International,  η διαφθορά έχει προσλάβει μεγάλες διαστάσεις σε πολλές αναπτυσσόμενες αλλά και ανεπτυγμένες οικονομίες. Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν ανήκει στην ομάδα των αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών με βάση το κριτήριο της διαφθοράς. Αντίθετα βρίσκεται στην  78η θέση μαζί με την Κολομβία, το Λεσότο και το Περού και κάτω από την Γεωργία και την Βουλγαρία (!!), όταν το 2000 ήταν ήδη αρκετά υψηλά (36η θέση) ως προς τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες..
Η συζήτηση  για τη διαφθορά και τις επιπτώσεις της έχει ενταθεί από τη δεκαετία του 1990. Στην Ελλάδα αυτή η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τα πολιτικά ζητήματα που ανακύπτουν από την ύπαρξη διαπλοκής μεταξύ δημοσίων λειτουργών και οικονομικών παραγόντων. Σε αυτή τη συζήτηση σπανίως χρησιμοποιείται ο όρος διαφθορά διότι πιθανόν μας φοβίζει η ονομασία της πραγματικότητας. Για να λέμε όμως τα πράγματα με το όνομα τους, η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ενός δημόσιου λειτουργού και ενός οικονομικού ή άλλου παράγοντα, προκειμένου αυτός να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης, δεν είναι δυνατόν να μην είναι ανταποδοτική, πχ χρηματική ή άλλη εξυπηρέτηση, και συνεπώς αυτή η σχέση είναι μέρος της διαφθοράς.
Σύμφωνα με τις δημοσιογραφικές έρευνες που δημοσιεύονται κατά περιόδους στον τύπο, η διαφθορά στη χώρα μας έχει προσλάβει σημαντικές διαστάσεις σε όλο το φάσμα και σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου τομέα: κεντρική διοίκηση, δημόσιες επιχειρήσεις και τοπική αυτοδιοίκηση. Δεν αναφερόμαστε μόνο στους 5-10 μεγάλους επιχειρηματίες, αλλά σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων που έρχονται σε επαφή με τη δημόσια εξουσία και χρησιμοποιούν  «δαπάνες διαφθοράς» προκειμένου να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Σε αυτό το άρθρο θα αναφερθούμε σε ένα μέρος της διαφθοράς που αναφέρεται στη συνεργασία του δημόσιου τομέα με τον ιδιωτικό σε προμήθειες αγαθών και υπηρεσιών και στις επιπτώσεις που έχει αυτή στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ο δημόσιος τομέας αποτελεί, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε πολλούς κλάδους, τον σημαντικότερο αγοραστή. Σε ορισμένους μάλιστα κλάδους το ποσοστό των κρατικών προμηθειών είναι πολύ υψηλό, όπως στις μεταλλικές κατασκευές, το τηλεπικοινωνιακό υλικό, κλπ. Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι εάν και κατά πόσο υπό αυτές τις συνθήκες η εξάπλωση της διαφθοράς επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και την κοινωνική ευημερία.
Στις αγορές που αναφέραμε παραπάνω η επιχείρηση  που θέλει να επιβιώσει και να μεγεθυνθεί μπορεί να χρησιμοποιήσει «δαπάνες διαφθοράς» οι οποίες αυξάνουν το κόστος παραγωγής. Για ποιο λόγο λοιπόν προβαίνει σε αυτού του είδους τις δαπάνες; Εάν σκεφτούμε ότι για να αυξηθεί η συνεργασία με τον δημόσιο τομέα και την τοπική αυτοδιοίκηση, χρειάζεται διαφήμιση και προώθηση πωλήσεων, όχι όμως με τον κλασσικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον ιδιώτη πελάτη, τότε μπορούν να θεωρηθούν οι «δαπάνες διαφθοράς» ως ένα υποκατάστατο της προώθησης των πωλήσεων. Θα μπορούσε ο αναγνώστης να σημειώσει ό,τι ο «τίμιος» επιχειρηματίας ο οποίος δεν θέλει να χρησιμοποιήσει «δαπάνες διαφθοράς» δεν θα μπορέσει να συνεργασθεί με τον δημόσιο τομέα και την τοπική αυτοδιοίκηση  και συνεπώς θα χάσει μερίδιο αγοράς ή και όλη την αγορά. Αυτό θα συμβεί όμως όχι διότι ο επιχειρηματίας είναι «τίμιος», αλλά διότι δεν έχει αντιληφθεί ότι οι «δαπάνες διαφθοράς» αποτελούν κόστος προώθησης των πωλήσεων. Για παράδειγμα, βλέπουμε πολλούς επιχειρηματίες οι οποίοι, ενώ επιθυμούν τη συνεργασία με τον δημόσιο τομέα, δαπανούν σημαντικά ποσά για την αύξηση των πωλήσεων τους, αλλά η τελική αποτελεσματικότητα τους ως προς τις δουλειές με τον δημόσιο τομέα είναι πολύ χαμηλή έως ανύπαρκτη. Οικονομικά έχουν λάβει τη λάθος απόφαση. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις που δεν επιθυμούν να προβούν σε «δαπάνες διαφθοράς» έχουν ως μόνη διέξοδο την ιδιωτική αγορά. Κατά την βραχυχρόνια περίοδο λόγω της ύπαρξης διαφθοράς ανακατανέμεται εισόδημα υπέρ ανθρώπων του δημόσιου τομέα, αλλά παράλληλα οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται με τον δημόσιο τομέα διατηρούν θέσεις εργασίας.
Εάν όμως ο δημόσιος τομέας είναι ο σημαντικότερος αγοραστής σε ένα κλάδο, η αγοραστική του συμπεριφορά θα καθορίσει και την πορεία του ίδιου του κλάδου από τη μεριά της παραγωγής. Έτσι σε περίπτωση που ο δημόσιος τομέας είναι «απαιτητικός»  και επιδιώκει την προμήθεια συνεχώς βελτιούμενων και τεχνολογικά προηγμένων προϊόντων, οι προμηθευτές του θα προσπαθούν μέσω της έρευνας και ανάπτυξης να ανταποκρίνονται σε αυτές τις απαιτήσεις. Θα βελτιώνουν την παραγωγική τους διαδικασία, θα εφαρμόζουν νέες τεχνολογίες στην παραγωγή και στην οργάνωση, θα αναπτύσσουν το ανθρώπινο δυναμικό τους. Κατά αυτόν τον τρόπο ο δημόσιος τομέας αναδεικνύεται σε ατμομηχανή της προηγμένης τεχνολογικά επιχείρησης, βελτιώνεται η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, αυξάνονται τα εισοδήματα των εργαζόμενων και τέλος οι πολίτες απολαμβάνουν υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής ευημερίας.
Τι συμβαίνει όμως σε ένα διεφθαρμένο σύστημα κρατικών προμηθειών; Το κρίσιμο δίλημμα  μιας επιχείρησης είναι: Δαπάνη για όλα τα παραπάνω που στοχεύουν στην βελτίωση  του παραγόμενου προϊόντος ή «δαπάνη διαφθοράς» για την προώθηση του ήδη παραγόμενου προϊόντος. Ο ορθολογικά σκεπτόμενος επιχειρηματίας, θεωρώντας ότι η διαφθορά θα συνεχισθεί και στο μέλλον και αποφασίζοντας να ασχοληθεί μόνο με την δημόσια αγορά, εγχώρια και ξένη, θα αποφασίσει να δαπανήσει περισσότερα  χρήματα για «δαπάνη διαφθοράς»  με σχεδόν βέβαιη αποτελεσματικότητα ως προς τις πωλήσεις αντί για επενδύσεις βελτίωσης του προϊόντος.
Αυτό λοιπόν που παρατηρούμε είναι ό,τι η διαφθορά οδηγεί σε μείωση των επενδύσεων σε νέα προϊόντα, νέες τεχνολογίες, κλπ. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι η απόκλιση, μακροπρόθεσμα, της οικονομίας της χώρας από τις πραγματικά και τεχνολογικά ανεπτυγμένες οικονομίες.         
 Παράλληλα όμως, λόγω των αναγκαίων «δαπανών διαφθοράς», παρεμποδίζεται η είσοδος νέων επιχειρήσεων  στον κλάδο, είτε οι νέες επιχειρήσεις είναι εγχώριες είτε προέρχονται από την αλλοδαπή. Για παράδειγμα, μια νεοεισερχόμενη επιχείρηση από χώρα με χαμηλή διαφθορά έχει ήδη δαπανήσει σε επενδύσεις για νέες τεχνολογίες. Παράγει δηλαδή, προϊόντα τα οποία είναι πιο εξελιγμένα σε σχέση με τα εγχωρίως παραγόμενα. Αυτή όμως η τεχνολογική υπεροχή δεν είναι αρκετή προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στην αγορά του δημόσιου τομέα  της διεφθαρμένης χώρας. Αντίθετα η τεχνολογικά υποδεέστερη εγχώρια επιχείρηση έχοντας εξοικονομήσει χρήματα από τη μη επένδυση σε νέες τεχνολογίες έχει τη δυνατότητα να προβεί σε «δαπάνες διαφθοράς»  για να αποτρέψει την είσοδο της ξένης  επιχείρησης η οποία δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί λόγω της ήδη πραγματοποιηθείσης επένδυσης σε νέες τεχνολογίες. Συνεπώς, η διαφθορά εμποδίζει μακροπρόθεσμα την είσοδο νέων επιχειρήσεων στον κλάδο και την αύξηση της απασχόλησης
Ενώ λοιπόν βραχυχρόνια η διαφθορά φαίνεται να βελτιώνει την οικονομική θέση των πολιτών της χώρας, μακροπρόθεσμα υπονομεύει τις οικονομικές προοπτικές καθώς υποσκάπτει τα οποία κίνητρα έχουν οι επιχειρήσεις για επενδύσεις, εμποδίζει την είσοδο νέων επιχειρήσεων περιορίζοντας έτσι τον ανταγωνισμό και τελικά  οδηγεί σε χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η απομάκρυνση της χώρας από τα επίπεδα ευημερίας των χωρών - στόχων της Ευρώπης.

Τι πρέπει να γίνει

Στις μέρες μας όλα τα κόμματα μιλούν για μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να καταπολεμηθεί η διαπλοκή - διαφθορά  Αυτό όμως που δεν έχει γίνει συνείδηση από τα κόμματα και στη συνέχεια από τους πολίτες είναι το χάσιμο της οικονομίας από την ύπαρξη της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα. Θεωρώ ότι το «σοκ» του ναυαγίου στο Αιγαίο οδήγησε την ελληνική κοινωνία να προβληματιστεί στο ότι η διαφθορά όχι μόνο υπονομεύει την οικονομική πορεία της χώρας, αλλά ενέχει πλέον κινδύνους και για την ίδια τη ζωή του πολίτη. Πρέπει λοιπόν άμεσα οι πολιτικοί, ανεξαρτήτως κομμάτων,  που πιστεύουν στη μάχη κατά της διαφθοράς, να ξεκινήσουν  μια μεγάλη εκστρατεία ενημέρωσης και προβληματισμού του πολίτη για τα όσα διακυβεύονται από την ύπαρξη της διαφθοράς στη χώρα. Η εμπειρία από άλλες χώρες έχει δείξει ότι κανένα μέτρο κατά της διαφθοράς δεν μπορεί να επιτύχει εάν πρώτα η κοινωνία δεν πάρει θέση εναντίον της.  Αυτή η δράση αποτελεί το πρώτο και πιο ουσιαστικό βήμα στην μάχη για την εξάλειψη της διαφθοράς. 
Από εκεί και πέρα χρειάζονται παράλληλα μέτρα πολιτικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η διεθνής βιβλιογραφία και εμπειρία προσφέρει πλούσιο υλικό για μέτρα καταπολέμησης της διαφθοράς και η χώρα μας δεν χρειάζεται να ανακαλύψει τον τροχό. Το επιχείρημα ότι είναι διαφορετικές οι συνθήκες στην χώρα μας αποτελεί μια πρόφαση προκείμενου να μην παρθούν μέτρα. Αναφέρω μόνο μερικά ενδεικτικά που έχουν υιοθετηθεί από άλλες χώρες και έχουν αποδώσει:
1.      Η εγκαθίδρυση μηχανισμού διαφάνειας στις προμήθειες του δημόσιου τομέα και στα δημόσια έργα θα πρέπει να αποτελέσει το πρώτο ουσιαστικό βήμα στην πολιτική για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση με τις οδηγίες και τους κανονισμούς της προσφέρει ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια των πολιτικών τόσο σε επίπεδο προκήρυξης διαγωνισμών όσο και στην κατακύρωση και εκτέλεση του έργου ή της προμήθειας. Για να είμαστε δίκαιοι το Υπουργείο Ανάπτυξης έχει κάνει τον τελευταίο χρόνο σημαντικά βήματα σε αυτόν τον τομέα αλλά δυστυχώς αυτά περιορίζονται μόνο στις κρατικές προμήθειες. Η δημιουργία του παρατηρητηρίου των κρατικών προμηθειών και η παρουσίαση όλης της διαγωνιστικής και όχι μόνο διαδικασίας στο διαδίκτυο αναμφίβολα βελτιώνουν τις συνθήκες διαφάνειας. Αυτό το οποίο όμως απαιτείται είναι πρώτον να βοηθήσουν οι ίδιοι οι επιχειρηματίες και να καταγγέλλουν μη ικανοποιητικές καταστάσεις και δεύτερον να επεκταθεί το σύστημα παρακολούθησης και στα δημόσια έργα.    
2.      Κίνητρα για την άψογη ολοκλήρωση ενός έργου μέσα στις προθεσμίες και στον προϋπολογισμό αλλά και ποινές σε αντίθετες περιπτώσεις.
3.      Αυξημένο ηθικό κόστος για επιχειρήσεις που έχουν ανακατευτεί σε υποθέσεις διαφθοράς με ανακοινώσεις στον τύπο κλπ.
4.        Αποκλεισμός από τα δημόσια έργα και προμήθειες και για μεγάλο χρονικό διάστημα των επιχειρήσεων που έχουν ανακατευτεί σε διαφθορά ακόμη και αν αλλάξουν νομικό πρόσωπο, αλλά οι βασικοί εταίροι παραμένουν οι ίδιοι.
Πιστεύω ότι, παρά το μειωμένο ηθικό επίπεδο στο οποίο έχει φθάσει η Ελληνική κοινωνία, ήλθε η ώρα να αντιμετωπίσουμε δυναμικά τη διαφθορά. Κατά την άποψή μου τα μέτρα δημοσιότητας και ηθικής θα έχουν αποτελεσματικότητα  και χαμηλό κόστος.  Η κοινωνία φαίνεται ότι μπορεί να τα δεχτεί. Το παιχνίδι είναι πάλι στα χέρια των πολιτικών, αλλά και της κοινωνίας των πολιτών. Χρέος μας απέναντι στις νέες γενιές είναι να παραδώσουμε μια υγιή και αναπτυσσόμενη οικονομία στηριγμένη στις νέες τεχνολογίες και τη γνώση, προκειμένου να απολαμβάνουν υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης και πολιτισμού και όχι μια οικονομία διεφθαρμένη, υπανάπτυκτη και χαμηλού πολιτιστικού επιπέδου.

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Αναδιάρθρωση: Μπρέιντι αλά Ελληνικά!


Τον τελευταίο καιρό έχουν ενταθεί οι συζητήσεις σχετικά με την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους. Βέβαια, οι περισσότεροι αναφέρονται σε μια συντεταγμένη αναδιάρθρωση, «φιλικού» χαρακτήρα, και όχι σε μια εχθρικού τύπου, που θα οδηγούσε την χώρα πολλά χρόνια πίσω. Φιλική αναδιάρθρωση σημαίνει ότι τα τρέχοντα ομόλογα του δημοσίου χρέους ανταλλάσσονται με νέα στα οποία έχει ενσωματωθεί το όποιο «κούρεμα», τα νέα επιτόκια και ο νέος χρόνος εξόφλησης.
Γεγονός: η αξιοπιστία της κυβέρνησης, του πολιτικού κόσμου και της χώρας γενικότερα στις διεθνείς αγορές και τις ξένες κυβερνήσεις είναι ανύπαρκτη, μάλλον «αρνητική».
Στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα, για να είναι «επιτυχημένη» η αναδιάρθρωση θα πρέπει να βελτιωθούν οι όροι δανεισμού και να υπάρξει μια μείωση του χρέους, δηλαδή, να δεχθούν οι επενδυτές να «χαρίσουν» το 20, 30 ή 40%. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει οι επενδυτές που θα θελήσουν να ανταλλάξουν τα παλαιά ομόλογα με τα νέα να πειστούν ότι δεν θα χάσουν ξανά την αξία τους, όπως σήμερα. Χρειάζονται μια εγγύηση. Είναι κανείς που πιστεύει ότι μπορεί η Ελλάδα να παράσχει τέτοια εγγύηση;  Είναι κανείς που πιστεύει ότι μόλις ελαφρώσει λίγο η κατάσταση, το πολιτικό σύστημα δεν θα επιδοθεί στην αγαπημένη του ασχολία, την κατασπατάληση των δημοσίων πόρων;
Επειδή, λοιπόν, οι επενδυτές διαθέτουν μνήμη και μυαλό δεν πρόκειται να πειστούν από τα λεγόμενα καμιάς ελληνικής κυβέρνησης. Τι πρέπει λοιπόν να γίνει;
Κατά την άποψη μου η καλύτερη λύση, εδώ που φτάσαμε, είναι η έκδοση ομολόγων τύπου Μπρέιντι που εκδόθηκαν στην αντίστοιχη περίπτωση του Μεξικού. Στην αναδιάρθρωση του χρέους του Μεξικού στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι ΗΠΑ εγγυήθηκαν το κεφάλαιο των ομολόγων που εξέδωσε το Μεξικό για να αντικαταστήσει τα παλαιά ομόλογα. Η εγγύηση των ΗΠΑ επέτρεψε τελικά το Μεξικό να ελαφρύνει το χρέος του, να βγει ξανά στις διεθνείς χρηματαγορές με ανεκτούς όρους και να εξέλθει τελικά από την βαθιά κρίση, καθώς οι επενδυτές, εμπιστευόμενοι την  εγγύηση των ΗΠΑ, αποδέχτηκαν τα νέα ομόλογα.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, ποια μπορεί να είναι η οντότητα που μπορεί να εγγυηθεί το κεφάλαιο των νέων ομολόγων; Προσωπικά βλέπω τρεις χώρες που θα μπορούσαν να αναλάβουν αυτή την ευθύνη: Οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Κίνα. Για την Κίνα θα υπάρξουν οι γνωστές αντιδράσεις, ενώ οι ΗΠΑ μάλλον δεν θα ήθελαν να ανακατευτούν περισσότερο στην κρίση της ευρωζώνη. Συνεπώς, μένει μόνο η Γερμανία, η οποία φαίνεται να μην θέλει, για λόγους που δεν ανήκουν στην παρούσα συζήτηση, να αναλάβει αυτήν την ευθύνη.
Τι μένει λοιπόν; ΜΟΝΟ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ. Επιτέλους, να πάψουμε σαν ζητιάνοι να εκλιπαρούμε λύσεις από το εξωτερικό. Να αναλάβουμε μόνοι μας τις τύχες της χώρας μας. Πώς όμως μπορεί να επιτευχτεί αυτό;
Η πώληση δημόσιας περιουσίας σήμερα δεν είναι η άριστη λύση διότι, αφενός μεν η τρέχουσα γενεά δεν έχει το δικαίωμα να την στερήσει από τις επόμενες και αφετέρου θα δώσει το μήνυμα στους Έλληνες ότι μπορούμε να ζούμε με δανεικά και στο τέλος θα έρχεται το κράτος και θα πληρώνει με την εκποίηση της περιουσίας του. Λάθος, δηλαδή, μήνυμα.
Εφόσον καμιά από τις μεγάλες χώρες δεν θα εγγυηθεί το κεφάλαιο των νέων ομολόγων για να επιτύχουμε τους καλύτερους όρους, αυτή την εγγύηση μπορούμε να την δώσουμε εμείς οι Έλληνες με την περιουσίας μας.
Εξειδικεύω.
Με νομική ρύθμιση, το πώς θα γίνει είναι δουλειά των νομικών, δεσμεύεται το 3 ή 4 ή 5% ή και παραπάνω όλης της ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στην Ελλάδα είτε ανήκει σε φυσικά είτε σε νομικά πρόσωπα είτε στο κράτος.  Η αξία αυτής της περιουσίας θα αποτελέσει την υποθήκη (collateral) του νέου δανείου που θα εκδώσει το ελληνικό κράτος και θα αντιστοιχεί στο σύνολο του νέου κεφαλαίου. Η περιουσία θα συνεχίσει να ανήκει στον κάθε πολίτη αλλά το αντίστοιχο ποσοστό θα είναι δεσμευμένο νομικά. Έτσι, σε περίπτωση που δεν θα πληρωθεί το δάνειο από το κράτος μετά από 20 ή 30 χρόνια, ο κάθε κάτοχος ακίνητης περιουσίας θα κληθεί να καταβάλει το ποσοστό της περιουσίας του στον δανειστή με εφάπαξ φορολογική εισφορά.
Τα ομόλογα βέβαια δεν θα πρέπει  είναι μιας μόνο χρονικής περιόδου διότι θα βρεθούμε μετά από κάποια χρόνια στην ίδια ακριβώς θέση, αλλά θα πρέπει να υπάρξει διασπορά σε μια δεκαπενταετία έτσι ώστε το ετήσιο βάρος να μειωθεί σημαντικά. Ο τρόπος αποδέσμευσης της περιούσιας μπορεί να είναι σταδιακός, καθώς, δηλαδή, θα εξοφλούνται τα ομόλογα να απελευθερώνεται μέρος της περιούσιας, με τον κίνδυνο της χαλάρωσης, ή η αποδέσμευση να γίνει στο τέλος με την πληρωμή και του τελευταίου ομολόγου.
Πλεονεκτήματα.
Πρώτον, επειδή το νέο δάνειο θα έχει υποθήκη (collateral), οι όροι του θα είναι καλύτεροι σε σχέση με το δάνειο που θα αντικαταστήσει. Ειδικά θα μπορεί η χώρα να πει στους δανειστές της ότι προσφέρει καλύτερης ποιότητας ομολόγων με κάλυψη και συνεπώς, η ανταλλαγή ενός ομόλογου αξίας 100 ευρώ με ένα αξίας 60 ευρώ (πχ), στο οποίο όμως το κεφάλαιο είναι εξασφαλισμένο μπορεί να είναι καλή κίνηση επενδυτικά.
Δεύτερον, η χώρα θα δείξει στην  διεθνή οικονομική και πολιτική κοινότητα ότι επιτέλους αρχίζει και σοβαρεύεται και αναλαμβάνουν οι πολίτες τις ευθύνες τους. Αυτό θα οδηγήσει σε άμεση αποκλιμάκωση των spread και θα βοηθήσει την χώρα να εξέλθει στις χρηματαγορές ταχυτέρα και με καλύτερους όρους.
Τρίτον, όλοι οι Έλληνες θα ασκούν καλύτερο έλεγχο πλέον στην εκάστοτε κυβέρνηση και θα έχουν κίνητρο να πετύχει η προσπάθεια ανάκαμψης της χώρας, να συμμαζευτούν τα δημόσια οικονομικά, να μειωθεί το χρέος, να αναπτυχτεί η χώρα και να εξασφαλιστούν οι πόροι για την αποπληρωμή του νέου δανείου, διότι αλλιώς ο καθένας θα έχει προσωπικό κόστος από την αποτυχία. Το κόστος προσωποποιείται και δεν είναι γενικό πχ του δημοσίου.
Τέταρτον. Λόγω όλων των παραπάνω οι Έλληνες θα ξαναβρούν την χαμένη τους αξιοπιστία, αυτοπεποίθηση, φιλοτιμία και περηφάνια. Θα κοιτάξουμε ξανά τον υπόλοιπο κόσμο στα μάτια, όχι ως επαίτες αλλά ως ίσοι προς ίσο. Ίσως αυτό το τελευταίο πλεονέκτημα να αποτελέσει και τον καταλυτή για αναγέννηση της χώρας
Μειονεκτήματα.
Πρώτον, πιθανόν οι δανειστές να θελήσουν να αποτύχει το νέο δάνειο για να πάρουν την ακίνητη περιουσία. Ο προβληματισμός αυτός απαντάται αφενός μεν από το ότι δεν υπάρχει ολόκληρη περιουσία για να πάρουν αλλά ποσοστό στην περιουσία του καθενός και μάλιστα μικρό και συνεπώς θα πάρουν πάλι χρήματα και όχι ακίνητα και αφετέρου απαντάται από το τρίτο πλεονέκτημα.
Δεύτερον, πιθανόν να δημιουργηθεί προηγούμενο τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις άλλες χώρες κυρίως της περιφέρειας, και να υπάρξουν ομόλογα δύο ταχυτήτων: αυτά που θα έχουν κάλυψη με υποθήκες όπως τα περιγράψαμε παραπάνω και αυτά που δεν θα έχουν υποθήκη και θα εκδίδονται με χειρότερους όρους διότι θα υπάρχει υψηλότερος κίνδυνος να μην πληρωθούν.  Μακροπρόθεσμα όμως αυτό το μειονέκτημα μπορεί να αποτελέσει και πλεονέκτημα για την ομαλή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών των χωρών θέτοντας περιορισμούς στον τρόπο δανεισμού και κάνοντας του πολίτες πιο υπεύθυνους στις απαιτήσεις απέναντι στο κράτος.
Κλείνοντας, θέλω να σημειώσω με την μεγαλύτερη δυνατή έμφαση ότι ταυτόχρονα θα πρέπει επιτέλους να προχωρήσει η υιοθέτηση και εφαρμογή θεσμών που θα προάγουν την πραγματική οικονομική ευημερία.