Όπως φάνηκε και στην τελευταία έκθεση της Transparency International, η διαφθορά έχει προσλάβει μεγάλες διαστάσεις σε πολλές αναπτυσσόμενες αλλά και ανεπτυγμένες οικονομίες. Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν ανήκει στην ομάδα των αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών με βάση το κριτήριο της διαφθοράς. Αντίθετα βρίσκεται στην 78η θέση μαζί με την Κολομβία, το Λεσότο και το Περού και κάτω από την Γεωργία και την Βουλγαρία (!!), όταν το 2000 ήταν ήδη αρκετά υψηλά (36η θέση) ως προς τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες..
Η συζήτηση για τη διαφθορά και τις επιπτώσεις της έχει ενταθεί από τη δεκαετία του 1990. Στην Ελλάδα αυτή η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τα πολιτικά ζητήματα που ανακύπτουν από την ύπαρξη διαπλοκής μεταξύ δημοσίων λειτουργών και οικονομικών παραγόντων. Σε αυτή τη συζήτηση σπανίως χρησιμοποιείται ο όρος διαφθορά διότι πιθανόν μας φοβίζει η ονομασία της πραγματικότητας. Για να λέμε όμως τα πράγματα με το όνομα τους, η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ενός δημόσιου λειτουργού και ενός οικονομικού ή άλλου παράγοντα, προκειμένου αυτός να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης, δεν είναι δυνατόν να μην είναι ανταποδοτική, πχ χρηματική ή άλλη εξυπηρέτηση, και συνεπώς αυτή η σχέση είναι μέρος της διαφθοράς.
Σύμφωνα με τις δημοσιογραφικές έρευνες που δημοσιεύονται κατά περιόδους στον τύπο, η διαφθορά στη χώρα μας έχει προσλάβει σημαντικές διαστάσεις σε όλο το φάσμα και σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου τομέα: κεντρική διοίκηση, δημόσιες επιχειρήσεις και τοπική αυτοδιοίκηση. Δεν αναφερόμαστε μόνο στους 5-10 μεγάλους επιχειρηματίες, αλλά σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων που έρχονται σε επαφή με τη δημόσια εξουσία και χρησιμοποιούν «δαπάνες διαφθοράς» προκειμένου να προωθήσουν τα συμφέροντά τους. Σε αυτό το άρθρο θα αναφερθούμε σε ένα μέρος της διαφθοράς που αναφέρεται στη συνεργασία του δημόσιου τομέα με τον ιδιωτικό σε προμήθειες αγαθών και υπηρεσιών και στις επιπτώσεις που έχει αυτή στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ο δημόσιος τομέας αποτελεί, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε πολλούς κλάδους, τον σημαντικότερο αγοραστή. Σε ορισμένους μάλιστα κλάδους το ποσοστό των κρατικών προμηθειών είναι πολύ υψηλό, όπως στις μεταλλικές κατασκευές, το τηλεπικοινωνιακό υλικό, κλπ. Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι εάν και κατά πόσο υπό αυτές τις συνθήκες η εξάπλωση της διαφθοράς επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και την κοινωνική ευημερία.
Στις αγορές που αναφέραμε παραπάνω η επιχείρηση που θέλει να επιβιώσει και να μεγεθυνθεί μπορεί να χρησιμοποιήσει «δαπάνες διαφθοράς» οι οποίες αυξάνουν το κόστος παραγωγής. Για ποιο λόγο λοιπόν προβαίνει σε αυτού του είδους τις δαπάνες; Εάν σκεφτούμε ότι για να αυξηθεί η συνεργασία με τον δημόσιο τομέα και την τοπική αυτοδιοίκηση, χρειάζεται διαφήμιση και προώθηση πωλήσεων, όχι όμως με τον κλασσικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον ιδιώτη πελάτη, τότε μπορούν να θεωρηθούν οι «δαπάνες διαφθοράς» ως ένα υποκατάστατο της προώθησης των πωλήσεων. Θα μπορούσε ο αναγνώστης να σημειώσει ό,τι ο «τίμιος» επιχειρηματίας ο οποίος δεν θέλει να χρησιμοποιήσει «δαπάνες διαφθοράς» δεν θα μπορέσει να συνεργασθεί με τον δημόσιο τομέα και την τοπική αυτοδιοίκηση και συνεπώς θα χάσει μερίδιο αγοράς ή και όλη την αγορά. Αυτό θα συμβεί όμως όχι διότι ο επιχειρηματίας είναι «τίμιος», αλλά διότι δεν έχει αντιληφθεί ότι οι «δαπάνες διαφθοράς» αποτελούν κόστος προώθησης των πωλήσεων. Για παράδειγμα, βλέπουμε πολλούς επιχειρηματίες οι οποίοι, ενώ επιθυμούν τη συνεργασία με τον δημόσιο τομέα, δαπανούν σημαντικά ποσά για την αύξηση των πωλήσεων τους, αλλά η τελική αποτελεσματικότητα τους ως προς τις δουλειές με τον δημόσιο τομέα είναι πολύ χαμηλή έως ανύπαρκτη. Οικονομικά έχουν λάβει τη λάθος απόφαση. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις που δεν επιθυμούν να προβούν σε «δαπάνες διαφθοράς» έχουν ως μόνη διέξοδο την ιδιωτική αγορά. Κατά την βραχυχρόνια περίοδο λόγω της ύπαρξης διαφθοράς ανακατανέμεται εισόδημα υπέρ ανθρώπων του δημόσιου τομέα, αλλά παράλληλα οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται με τον δημόσιο τομέα διατηρούν θέσεις εργασίας.
Εάν όμως ο δημόσιος τομέας είναι ο σημαντικότερος αγοραστής σε ένα κλάδο, η αγοραστική του συμπεριφορά θα καθορίσει και την πορεία του ίδιου του κλάδου από τη μεριά της παραγωγής. Έτσι σε περίπτωση που ο δημόσιος τομέας είναι «απαιτητικός» και επιδιώκει την προμήθεια συνεχώς βελτιούμενων και τεχνολογικά προηγμένων προϊόντων, οι προμηθευτές του θα προσπαθούν μέσω της έρευνας και ανάπτυξης να ανταποκρίνονται σε αυτές τις απαιτήσεις. Θα βελτιώνουν την παραγωγική τους διαδικασία, θα εφαρμόζουν νέες τεχνολογίες στην παραγωγή και στην οργάνωση, θα αναπτύσσουν το ανθρώπινο δυναμικό τους. Κατά αυτόν τον τρόπο ο δημόσιος τομέας αναδεικνύεται σε ατμομηχανή της προηγμένης τεχνολογικά επιχείρησης, βελτιώνεται η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, αυξάνονται τα εισοδήματα των εργαζόμενων και τέλος οι πολίτες απολαμβάνουν υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής ευημερίας.
Τι συμβαίνει όμως σε ένα διεφθαρμένο σύστημα κρατικών προμηθειών; Το κρίσιμο δίλημμα μιας επιχείρησης είναι: Δαπάνη για όλα τα παραπάνω που στοχεύουν στην βελτίωση του παραγόμενου προϊόντος ή «δαπάνη διαφθοράς» για την προώθηση του ήδη παραγόμενου προϊόντος. Ο ορθολογικά σκεπτόμενος επιχειρηματίας, θεωρώντας ότι η διαφθορά θα συνεχισθεί και στο μέλλον και αποφασίζοντας να ασχοληθεί μόνο με την δημόσια αγορά, εγχώρια και ξένη, θα αποφασίσει να δαπανήσει περισσότερα χρήματα για «δαπάνη διαφθοράς» με σχεδόν βέβαιη αποτελεσματικότητα ως προς τις πωλήσεις αντί για επενδύσεις βελτίωσης του προϊόντος.
Αυτό λοιπόν που παρατηρούμε είναι ό,τι η διαφθορά οδηγεί σε μείωση των επενδύσεων σε νέα προϊόντα, νέες τεχνολογίες, κλπ. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι η απόκλιση, μακροπρόθεσμα, της οικονομίας της χώρας από τις πραγματικά και τεχνολογικά ανεπτυγμένες οικονομίες.
Παράλληλα όμως, λόγω των αναγκαίων «δαπανών διαφθοράς», παρεμποδίζεται η είσοδος νέων επιχειρήσεων στον κλάδο, είτε οι νέες επιχειρήσεις είναι εγχώριες είτε προέρχονται από την αλλοδαπή. Για παράδειγμα, μια νεοεισερχόμενη επιχείρηση από χώρα με χαμηλή διαφθορά έχει ήδη δαπανήσει σε επενδύσεις για νέες τεχνολογίες. Παράγει δηλαδή, προϊόντα τα οποία είναι πιο εξελιγμένα σε σχέση με τα εγχωρίως παραγόμενα. Αυτή όμως η τεχνολογική υπεροχή δεν είναι αρκετή προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στην αγορά του δημόσιου τομέα της διεφθαρμένης χώρας. Αντίθετα η τεχνολογικά υποδεέστερη εγχώρια επιχείρηση έχοντας εξοικονομήσει χρήματα από τη μη επένδυση σε νέες τεχνολογίες έχει τη δυνατότητα να προβεί σε «δαπάνες διαφθοράς» για να αποτρέψει την είσοδο της ξένης επιχείρησης η οποία δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί λόγω της ήδη πραγματοποιηθείσης επένδυσης σε νέες τεχνολογίες. Συνεπώς, η διαφθορά εμποδίζει μακροπρόθεσμα την είσοδο νέων επιχειρήσεων στον κλάδο και την αύξηση της απασχόλησης
Ενώ λοιπόν βραχυχρόνια η διαφθορά φαίνεται να βελτιώνει την οικονομική θέση των πολιτών της χώρας, μακροπρόθεσμα υπονομεύει τις οικονομικές προοπτικές καθώς υποσκάπτει τα οποία κίνητρα έχουν οι επιχειρήσεις για επενδύσεις, εμποδίζει την είσοδο νέων επιχειρήσεων περιορίζοντας έτσι τον ανταγωνισμό και τελικά οδηγεί σε χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η απομάκρυνση της χώρας από τα επίπεδα ευημερίας των χωρών - στόχων της Ευρώπης.
Τι πρέπει να γίνει
Στις μέρες μας όλα τα κόμματα μιλούν για μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να καταπολεμηθεί η διαπλοκή - διαφθορά Αυτό όμως που δεν έχει γίνει συνείδηση από τα κόμματα και στη συνέχεια από τους πολίτες είναι το χάσιμο της οικονομίας από την ύπαρξη της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα. Θεωρώ ότι το «σοκ» του ναυαγίου στο Αιγαίο οδήγησε την ελληνική κοινωνία να προβληματιστεί στο ότι η διαφθορά όχι μόνο υπονομεύει την οικονομική πορεία της χώρας, αλλά ενέχει πλέον κινδύνους και για την ίδια τη ζωή του πολίτη. Πρέπει λοιπόν άμεσα οι πολιτικοί, ανεξαρτήτως κομμάτων, που πιστεύουν στη μάχη κατά της διαφθοράς, να ξεκινήσουν μια μεγάλη εκστρατεία ενημέρωσης και προβληματισμού του πολίτη για τα όσα διακυβεύονται από την ύπαρξη της διαφθοράς στη χώρα. Η εμπειρία από άλλες χώρες έχει δείξει ότι κανένα μέτρο κατά της διαφθοράς δεν μπορεί να επιτύχει εάν πρώτα η κοινωνία δεν πάρει θέση εναντίον της. Αυτή η δράση αποτελεί το πρώτο και πιο ουσιαστικό βήμα στην μάχη για την εξάλειψη της διαφθοράς.
Από εκεί και πέρα χρειάζονται παράλληλα μέτρα πολιτικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η διεθνής βιβλιογραφία και εμπειρία προσφέρει πλούσιο υλικό για μέτρα καταπολέμησης της διαφθοράς και η χώρα μας δεν χρειάζεται να ανακαλύψει τον τροχό. Το επιχείρημα ότι είναι διαφορετικές οι συνθήκες στην χώρα μας αποτελεί μια πρόφαση προκείμενου να μην παρθούν μέτρα. Αναφέρω μόνο μερικά ενδεικτικά που έχουν υιοθετηθεί από άλλες χώρες και έχουν αποδώσει:
1. Η εγκαθίδρυση μηχανισμού διαφάνειας στις προμήθειες του δημόσιου τομέα και στα δημόσια έργα θα πρέπει να αποτελέσει το πρώτο ουσιαστικό βήμα στην πολιτική για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση με τις οδηγίες και τους κανονισμούς της προσφέρει ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια των πολιτικών τόσο σε επίπεδο προκήρυξης διαγωνισμών όσο και στην κατακύρωση και εκτέλεση του έργου ή της προμήθειας. Για να είμαστε δίκαιοι το Υπουργείο Ανάπτυξης έχει κάνει τον τελευταίο χρόνο σημαντικά βήματα σε αυτόν τον τομέα αλλά δυστυχώς αυτά περιορίζονται μόνο στις κρατικές προμήθειες. Η δημιουργία του παρατηρητηρίου των κρατικών προμηθειών και η παρουσίαση όλης της διαγωνιστικής και όχι μόνο διαδικασίας στο διαδίκτυο αναμφίβολα βελτιώνουν τις συνθήκες διαφάνειας. Αυτό το οποίο όμως απαιτείται είναι πρώτον να βοηθήσουν οι ίδιοι οι επιχειρηματίες και να καταγγέλλουν μη ικανοποιητικές καταστάσεις και δεύτερον να επεκταθεί το σύστημα παρακολούθησης και στα δημόσια έργα.
2. Κίνητρα για την άψογη ολοκλήρωση ενός έργου μέσα στις προθεσμίες και στον προϋπολογισμό αλλά και ποινές σε αντίθετες περιπτώσεις.
3. Αυξημένο ηθικό κόστος για επιχειρήσεις που έχουν ανακατευτεί σε υποθέσεις διαφθοράς με ανακοινώσεις στον τύπο κλπ.
4. Αποκλεισμός από τα δημόσια έργα και προμήθειες και για μεγάλο χρονικό διάστημα των επιχειρήσεων που έχουν ανακατευτεί σε διαφθορά ακόμη και αν αλλάξουν νομικό πρόσωπο, αλλά οι βασικοί εταίροι παραμένουν οι ίδιοι.
Πιστεύω ότι, παρά το μειωμένο ηθικό επίπεδο στο οποίο έχει φθάσει η Ελληνική κοινωνία, ήλθε η ώρα να αντιμετωπίσουμε δυναμικά τη διαφθορά. Κατά την άποψή μου τα μέτρα δημοσιότητας και ηθικής θα έχουν αποτελεσματικότητα και χαμηλό κόστος. Η κοινωνία φαίνεται ότι μπορεί να τα δεχτεί. Το παιχνίδι είναι πάλι στα χέρια των πολιτικών, αλλά και της κοινωνίας των πολιτών. Χρέος μας απέναντι στις νέες γενιές είναι να παραδώσουμε μια υγιή και αναπτυσσόμενη οικονομία στηριγμένη στις νέες τεχνολογίες και τη γνώση, προκειμένου να απολαμβάνουν υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης και πολιτισμού και όχι μια οικονομία διεφθαρμένη, υπανάπτυκτη και χαμηλού πολιτιστικού επιπέδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου