Πριν από λίγες μέρες, γιορτάσαμε
την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Οθωμανικό ζυγό. Από την απελευθέρωση, η
Ελλάδα βάδισε με μια συνεχή διαμάχη μεταξύ δύο «Ελλάδων»: Την Ελλάδα της συντήρησης
και την Ελλάδα της προόδου. Η Ελλάδα της
συντήρησης περιλαμβάνει τις ομάδες συμφερόντων που προσπαθούν να διατηρήσουν τα προνόμια τους και συνεπώς δεν
ενδιαφέρονται και μάλιστα παρεμποδίζουν οποιαδήποτε προσπάθεια για αλλαγή, που
ενδεχομένως θα μεταβάλει τον χάρτη των συμφερόντων εις βάρος τους όμως θα
βελτιώσει το επίπεδο όλης της χώρας. Η Ελλάδα της προόδου περιλαμβάνει τις
ομάδες συμφερόντων που αναμένεται να βελτιώσουν την θέση τους με την αλλαγή και
η αλλαγή αυτή όμως θα βελτιώσει συνολικά το βιοτικό επίπεδο της χώρας.
Η πρώτη μάχη μεταξύ των δυο «Ελλάδων»
δίνεται αμέσως μετά την απελευθέρωση. Η μια Ελλάδα, του Καποδίστρια, περιλαμβάνει
μεταξύ άλλων τους Έλληνες της διασποράς και τους Φαναριώτες που ήλθαν στην
Ελλάδα. Η άλλη Ελλάδα περιλαμβάνει τις ομάδες συμφερόντων που αντιπροσώπευαν οι
υπέρμαχοι της διατήρησης τους προϋπάρχοντος status quo, με κύριους εκπροσώπους την προτεραία «άρχουσα» τάξη όπως οι
Μαυρομιχαλαίοι κ.α. Η δολοφονία του Καποδίστρια οδηγεί στην επικράτηση των ομάδων
συμφερόντων της συντήρησης και της διατήρησης ενός παραγωγικού μοντέλου που
ήταν συνέχεια αυτού των τελευταίων δεκαετιών της Οθωμανικής κυριαρχίας. Η
συνήθης άσκηση της πολιτικής από το Ελληνικό κράτος είχε χαρακτήρα ιδιαίτερα λαϊκίστικό,
με κύριο εκπρόσωπο τον Θ. Δηλιγιάννη. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, το κατά κεφαλήν
ΑΕΠ, ως δείκτης του βιοτικού επιπέδου της χώρας, αυξήθηκε πολύ αργά, μέσος
ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης από το 1833 έως το 1910 1,1%.
Στα τέλη του 19ου
αιώνα, ο λαϊκισμός οδηγεί αφενός μεν στις εθνικές χρεωκοπίες και αφετέρου στην ήττα
του 1897. Η περίοδος της πολιτικής αστάθειας των αρχών του 20ου
αιώνα και η αρνητική εικόνα που έχει σχηματίσει η Ελληνική κοινωνία για τον πολιτικό
λαϊκισμό οδηγούν τελικά στην επικράτηση της Ελλάδας της προόδου και των
επιλογών για την μεταρρύθμιση του κράτους και της οικονομίας. Η προοδευτική
Ελλάδα εκπροσωπείται από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το μεταρρυθμιστικό κύμα
μεταβάλει ραγδαία την παραγωγική δομή της Ελληνικής οικονομίας, με συνέπεια την
απογείωση της Ελληνικής οικονομίας μετά το 1910. Παρά τους πολέμους της δεκαετίας
του 1910, την μικρασιατική καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων
και την κρίση του 1929, η Ελλάδα αναπτύχθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,3% μέχρι
την έναρξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η λήξη του πολέμου βρίσκει τη
χώρα με σημαντική μείωση του εισοδήματος και υπερπληθωρισμό. Η νέα δραχμή εισάγεται
στα τέλη του 1944 και χάνει μέσα σε λίγα χρόνια την αξία της κυρίως λόγω των συνθηκών
που επικρατούν στην χώρα, όπως ο εμφύλιος αλλά και η λαϊκίστική άσκηση της οικονομικής
πολιτικής, όπως πολύ γλαφυρά παρουσιάζεται στις διαφορές εκθέσεις της εποχής
και ειδικά στην περίφημη έκθεση του απεσταλμένου της κυβέρνησης των ΗΠΑ, P. Porter. Στην χώρα πάλι παλεύουν οι δύο
Ελλάδες, αυτή που βλέπει ότι το μέλλον της χώρας απαιτεί αναδιάρθρωση της
παραγωγής και αυτή της συντήρησης. Το μεταρρυθμιστικό μέτωπο εκπροσωπείται αρχικά
από τον Γ. Καρτάλη υπουργό οικονομικών της Κυβέρνησης Πλαστήρα, ο οποίος πρώτος
έθεσε τη βάση για την σταθεροποίησης της οικονομίας και τον Σ. Μαρκεζίνη, ο
οποίος με την υποτίμηση του 1953 και την αναπροσαρμογή της δραχμής, με το
«κόψιμο» τριών μηδενικών, έθεσε τις τελικές βάσεις για ένα σταθερό μακροοικονομικό
περιβάλλον. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι η ηγετική φυσιογνωμία του
προοδευτικού οικονομικού μοντέλου που συνδυάζει την σταθερότητα του νομίσματος,
για την προστασία των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού, με μέτρα πολιτικής
για την ταχεία βιομηχανική, αγροτική και κοινωνική ανάπτυξη. Από το 1950 μέχρι
την πρώτη κρίση του πετρελαίου ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της χώρας ήταν
6,1%.
H δικτατορία
ανακόπτει αυτή την πορεία εκσυγχρονισμού της χώρας και σε συνδυασμό με τις δύο κρίσεις,
του πετρελαίου και των πρώτων υλών, επιβραδύνεται ο εκσυγχρονισμός των
παραγωγικών δομών. Στην συνέχεια, η οικονομική πολιτική της πρώτης οκταετίας
του ΠΑΣΟΚ και η πολιτική αστάθεια στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και των αρχών
της δεκαετίας του 1990, οδήγησαν σε επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης της
χώρας με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να αυξάνει μόλις κατά 1,4% ετησίως.
Η εικοσαετία της μακροοικονομικής
αστάθειας με τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, τον υψηλό πληθωρισμό και τα υψηλά
επιτόκια φαίνεται να εξάντλησαν την κοινωνία η οποία αναζήτησε την πορεία του εκσυγχρονισμού
και την ταχύτερη σύγκλιση προς τα αναπτυγμένα κράτη της Ευρώπης. Το 1994, ο Ανδρέας
Παπανδρέου δίνει το σύνθημα για ένταξη στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ και ο Κώστας Σημίτης
στην συνέχεια αναλαμβάνει αυτήν την πορεία. Αποτέλεσμα από το 1993 έως το 2010, η μέση ετήσια αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανήλθε σε 2,4%.
Το θετικό μέλλον απαιτούσε όμως σημαντικές μεταρρυθμίσεις και τόσο ο Κ. Σημίτης
όσο και ο Γ. Αλογοσκούφης βρήκαν απέναντι τους σημαντικές ομάδες συμφερόντων
(ακόμη και μέσα στα κόμματα τους) που τελικά δεν επέτρεψαν την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου
μεταρρυθμιστικού προγράμματος που θα οδηγούσε την Ελλάδα στην πλήρη ένταξη της
στις αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη. Αντίθετα φτάσαμε στην χρεωκοπία!
Συμπέρασμα. Η χώρα γνωρίζει ταχεία
οικονομική και κοινωνική πρόοδο όταν αναλαμβάνουν την εξουσία σημαντικές
μεταρρυθμιστικές προσωπικότητες, ενώ αντίθετα ο λαϊκισμός στην οικονομική και
κοινωνική πολιτική επιβραδύνει την οικονομική πρόοδο και στο παρελθόν οδήγησε
σε χρεωκοπία.
Σήμερα ποια Ελλάδα θα κερδίσει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου