Τον τελευταίο καιρό έχει ενταθεί η συζήτηση για την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη ή την αποχώρηση της και την υιοθέτηση ενός νέου εθνικού νομίσματος. Η συζήτηση, βέβαια, εντάθηκε μετά την πρωτοβουλία του ανεκδιήγητου πρώην πρωθυπουργού για δημοψήφισμα. Στην συζήτηση αυτή έχουν παρέμβει αρκετοί αξιόλογοι οικονομολόγοι , τόσο «ορθόδοξοι» όσο και μη «ορθόδοξοι». Είναι, επίσης, ενδιαφέρον να σημειώσω ότι οι οικονομολόγοι που βρίσκονται στο εξωτερικό φαίνεται να υιοθετούν την αποχώρηση της Ελλάδας από την ευρωζώνη, ενώ οι οικονομολόγοι που βρίσκονται εντός Ελλάδας μάλλον τάσσονται υπέρ της παραμονής της χώρας στο ευρώ.
Η επιχειρηματολογία των υποστηρικτών της αποχώρησης από την ευρωζώνη βασίζεται σε δυο πυλώνες. Πρώτον, ότι με το νέο νόμισμα η χώρα θα διαχειριστεί καλύτερα το δημόσιο χρέος και δεύτερον, ότι η Ελλάδα θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της λόγω της υποτίμησης του νέου νομίσματος, αυξάνοντας κατά αυτόν τρόπο τις εξαγωγές της. Στο κείμενο αυτό θα προσπαθήσω να αξιολογήσω τς επιπτώσεις της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ στο δημόσιο χρέος, εξετάζοντας όλα τα πιθανά ενδεχόμενα και σε επόμενο κείμενο θα προσπαθήσω να αναλύσω τις επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα.
Η βασική ιδέα των υποστηρικτών της εξόδου από το ευρώ έγκειται στην αυτόματη μετατροπή του δημοσίου χρέους στο νέο εθνικό νόμισμα, ας το ονομάσουμε για την συζήτηση «τάλαντο», και ταυτόχρονα στην κοπή εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος πληθώρας ταλάντων για να πληρωθούν τα χρέη. Είναι όμως έτσι εύκολα τα πράγματα;
Ας ξεκινήσουμε με την σύνθεση του δημοσίου χρέους. Από το σημερινό χρέος των 360 περίπου δις ευρώ, τα 110 είναι διακρατικά χρέη και χρέη προς το ΔΝΤ και κατά συνέπεια δεν μπορούν να μετατραπούν σε εθνικό νόμισμα. Το ίδιο επίσης συμβαίνει και με τα ομόλογα του δημοσίου χρέους που η ΕΚΤ έχει στο χαρτοφυλάκιο της, περίπου 50 δις ευρώ. Συνεπώς, από το σύνολο του δημοσίου χρέους, τα 160 δις ευρώ θα εξακολουθήσουν να είναι εκφρασμένα σε ευρώ. Άρα μόνο τα 200 δις ευρώ, που είναι το χρέος στα χέρια των ιδιωτών (αυτό για το οποίο θα γίνει το PSI), μπορούν, με ειδικό νόμο, να μετατραπούν σε ομόλογα εκφρασμένα σε τάλαντα.
Με την εισαγωγή του τάλαντου, η ελληνική κυβέρνηση έχει πλέον δύο επιλογές ως προς το χρέος των 200 δις ευρώ:
Η πρώτη επιλογή, προκειμένου να μην διαταράξει τις σχέσεις της με τις διεθνείς χρηματαγορές και να εξασφαλίσει την διαρκή χρηματοδότηση, είναι να διατηρήσει το δημόσιο χρέος εκφρασμένο σε ευρώ. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να συλλέγει τάλαντα στο εσωτερικό, να τα μετατρέπει σε ευρώ με την εκάστοτε συναλλαγματική ισοτιμία ταλάντου-ευρώ και να πληρώνει τους ομολογιούχους σε ευρώ. Όπως έχει εκφραστεί από πολλούς οικονομολόγους, και από αυτούς που εισηγούνται την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, το τάλαντο θα υποτιμηθεί αμέσως μετά την εισαγωγή του, έναντι του ευρώ. Σε αντίθετη περίπτωση δεν έχει νόημα η έξοδος από το ευρώ. Με μια άμεση υποτίμηση της τάξης του 40%, διότι μικρότερη υποτίμηση δεν αξίζει το κόστος της αποχώρησης, το συνολικό δημόσιο χρέος θα αυξηθεί κατά 40%, εκφρασμένο σε τάλαντα. Δεν εξετάζω την παραπέρα υποτίμηση του τάλαντου ως προς το ευρώ, που θα προκύψει όταν το ελληνικό κράτος θα βγει στην αγορά συναλλάγματος να προσφέρει τάλαντα και να ζητά ευρώ για πληρώσει τους ομολογιούχους, με αποτέλεσμα την κατολίσθηση (όχι ολίσθηση) του νέου εθνικού νομίσματος. Συνεπώς, η επιλογή της έξοδου από το ευρώ και η ταυτόχρονη διατήρηση του δημοσίου χρέους εκφρασμένου σε ευρώ δεν συμφέρει την χώρα.
Η δεύτερη επιλογή που θα έχει η ελληνική κυβέρνηση είναι με νόμο που θα ψηφίσει η ελληνική βουλή, να μετατρέψει όλο το δημόσιο χρέος που βρίσκεται σε χέρια των ιδιωτών ομολογιούχων στο νέο εθνικό νόμισμα, το τάλαντο. Προφανώς, η μετατροπή θα γίνει με την ισοτιμία που θα ισχύει όταν θα εισαχθεί το τάλαντο. Εάν ισχύσει αυτό που γράψαμε παραπάνω, τότε αυτομάτως το δημόσιο χρέος θα μετατραπεί σε τάλαντο και θα είναι αυξημένο κατά 40% σε σχέση με πριν. Στην περίπτωση αυτή, οι ιδίωτες ομολογιούχοι έχουν δύο επιλογές: είτε να αποδεχθούν την μετατροπή του ομολόγου σε τάλαντα είτε να μην την αποδεχθούν και να προσφύγουν στα δικαστήρια κατά του ελληνικού κράτους.
Στην περίπτωση που επιλέξουν να αποδεχθούν την μετατροπή και να μην προσφύγουν στα δικαστήρια, τότε στην αγορά των ελληνικών ομολόγων θα απαιτούνται πολύ υψηλά επιτόκια για να δανείσουν το ελληνικό κράτος, όπως αυτά που πλήρωνε η χώρα στην δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τώρα όμως το επιτόκιο θα είναι ακόμη μεγαλύτερο λόγω της παντελούς έλλειψης αξιοπιστίας της χώρας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Έτσι ένα επιτόκιο σαν και αυτό που πλήρωσε η κυβέρνηση Ζολώτα το 1989 (25%) δεν πρέπει να θεωρείται εξωπραγματικό, δεδομένων των συνθηκών. Με επιτόκιο 25% σε 3,5 χρόνια περίπου το χρέος διπλασιάζεται. Άρα και σε αυτήν την επιλογή το κόστος για την χώρα, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, είναι τεράστιο.
Η δεύτερη επιλογή που έχουν οι ομολογιούχοι είναι να προσφύγουν στα δικαστήρια κατά του ελληνικού κράτους, διότι η μετατροπή ενός ομολόγου εκφρασμένου σε ευρώ (καλό ομόλογο) σε ομόλογο εκφρασμένο σε τάλαντα (κακό ομόλογο) προκαλεί μειώσει της προσωπικής τους περιουσίας, η οποία γίνεται με νόμο και δεν είναι αποτέλεσμα των συνθηκών της αγοράς. Βέβαια, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης, γιατί οι τότε ομολογιούχοι δεν προσέφυγαν στην δικαιοσύνη όταν έγινε η μετατροπή των δραχμικών ομολόγων σε ομόλογα ευρώ. Διότι τότε βελτιώθηκε η περιούσια τους αντικαθιστώντας το κακό ομόλογο με ένα καλό ομόλογο χαμηλού κινδύνου.
Οι ομολογιούχοι θα ζητήσουν:
Είτε κατάργηση του νόμου και κατά συνέπεια τα ομόλογά τους να εξακολουθήσουν να εκφράζονται σε ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση, εάν δικαιωθούν, τότε η ανάλυση ανάγεται στη περίπτωση που εξετάσαμε παραπάνω για την έκφραση του χρέους σε ευρώ.
Είτε θα ζητήσουν χρησιμοποιώντας διεθνείς συνθήκες και το ελληνικό σύνταγμα (συνταγματολόγος μπορεί εξηγήσει επακριβώς το πως και γιατί) την ενεργοποίηση κατάσχεσης των ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου τα οποία δεν υπόκεινται σε ασυλία, όπως για παράδειγμα τα εμπορικά ακίνητα και εταιρίες του δημοσίου.
Το δικαστήριο και σε τελικό βαθμό το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εάν δικαιώσει τους ομολογιούχους, τότε το ελληνικό κράτος δεν κερδίζει τίποτε σε σχέση με αυτά τα οποία θέλει να αποφύγει, όπως διατείνονται οι υποστηρικτές της αποχώρησης από το ευρώ.
Σε περίπτωση που το δικαστήριο δεν δικαιώσει τους ομολογιούχους, τότε επανερχόμαστε στην περίπτωση της μη προσφυγής των ομολογιούχων, που εξετάσαμε παραπάνω, με το αντίστοιχο κόστος.
Συμπέρασμα, σε όλες τις εναλλακτικές περιπτώσεις που παρουσιάσαμε προκύπτει ότι, λόγω της αποχώρησης της Ελλάδας από το ευρώ, το κόστος σε όρους δημοσίου χρέους θα αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με την σημερινή κατάσταση. Αξίζει τον κόπο; Η άποψη μου είναι πως όχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου