Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Επιτέλους! Καιρός για μια Στρατηγική Αρχιτεκτονική στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας


Η Θεσσαλονίκη και η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας  (και γενικά η Β. Ελλάδα) είναι οι περιοχές της χώρας οι οποίες υπέστησαν το μεγαλύτερο πλήγμα από τις δυο μεγάλες δομικές αλλαγές της δεκαετίας του 1990, την κατάρρευση του σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη και την ταχεία επέκταση της διεθνοποίησης της παραγωγής (παγκοσμιοποίηση). Τόσο ο ιδιωτικός όσο και ο δημόσιος τομέας δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν το μέγεθος των αλλαγών αυτών, μαθημένοι στο εσωστρεφές οικονομικό σύστημα που επικράτησε στην χώρα μετά το 1950.Ταυτόχρονα όμως με την οικονομική αιμορραγία της Κεντρικής Μακεδονίας προς όφελος των γειτονικών χώρων, η περιοχή έχει υποστεί και σημαντική αιμορραγία προς όφελος της Αττικής. Ειδικά η περίοδος της χρηματιστηριακής έκρηξης του 1999 οδήγησε σε ραγδαία μεταφορά πόρων από την περιφέρεια προς την Αττική με επακόλουθο την μεγέθυνση του οικονομικού χάσματος μεταξύ τους που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.[1]
Σήμερα, η περιοχή αντιμετωπίζει μάλλον με δέος το μέλλον. Βρίσκεται σε μια κατάσταση ζάλης από τις απανωτές αλλαγές αδυνατώντας να διακρίνει την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθεί. Τα παραπάνω προκύπτουν από τον δημόσιο διάλογο που έχει αναπτυχθεί. Η θέσπιση όμως της περιφερειακής αυτοδιοίκησης αλλάζει τα δεδομένα και δίνει την δυνατότητα χάραξης και εφαρμογής μιας στρατηγικής ανεξάρτητα από τις βουλές του κεντρικού κράτους. Μέρος αυτής της στρατηγικής θεωρώ ότι αποτελεί η υιοθέτηση μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής σε περιφερειακό επίπεδο. Η νέα αυτή βιομηχανική πολιτική θα έχει ως κύριο άξονα την ανάπτυξη της ενδογενούς επιχειρηματικότητας, όπως έξαλλου ήταν η παράδοση της πόλης και της περιφέρειας.
Η βιομηχανική πολιτική που εφάρμοσε η χώρα μετά το 1950  είχε δυο στόχους. Πρώτος στόχος ήταν ή προσέλκυση μεγάλων παραγωγικών μονάδων από τα εξωτερικό, πολυεθνικές εταιρείες οι οποίες θα επέλεγαν την Ελλάδα για να εκμεταλλευθούν το σχετικά χαμηλό εργασιακό κόστος και τα κίνητρα για προσέλκυση επενδύσεων. Δεύτερος στόχος ήταν η δημιουργία εθνικών επιχειρήσεων κυρίως εντάσεως εργασίας, ώστε να απασχοληθεί το άνεργο δυναμικό της χώρας. Σήμερα, αυτή η βιομηχανική πολιτική είναι απηρχαιωμένη και δεν μπορεί  να αποδώσει καρπούς καθώς η Ελλάδα δεν διαθέτει στατικό συγκριτικό πλεονέκτημα στο φτηνό εργατικό δυναμικό, όπως στις δεκαετίες του 1950 και 1960[2]. Η επιμονή λοιπόν σε πολιτικές αυτού του τύπου[3] είναι μαθηματικά βέβαιο ότι δεν μπορεί να αποδώσει, όπως έξαλλου αποδείχθηκε και στις δεκαετίες του 1990 και 2000.
Ενώ παραδοσιακά σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου η άσκηση πολιτικής οικονομικής ανάπτυξης ανήκε στην δικαιοδοσία της κεντρικής κυβέρνησης, μετά τη δεκαετία του 1980 ο ρόλος της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης συνεχώς αυξάνει όσον αφορά την περιφερειακή και τοπική οικονομική ανάπτυξη.  Στα πρώτα βήματα, η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση άσκησε αναπτυξιακή πολιτική που στόχευε κυρίως στην προσέλκυση επιχειρήσεων προς εγκατάσταση στην συγκεκριμένη περιφέρεια από άλλες περιφέρειες και χώρες. Ήταν δηλαδή ένα στρατηγικό παίγνιο μηδενικού αθροίσματος (zero sum game) στο οποίο αυτό που κέρδιζε η μια περιφέρεια το έχανε η άλλη. Η πολιτική δε αυτή πολλές φορές οδήγησε σε ταχυτάτη κινητικότητα των επιχειρήσεων με παραμονή στην περιφέρεια υποδοχή για μικρό χρονικό διάστημα καθώς νέα επενδυτικές ευκαιρίες παρουσιάζονται συνεχώς. Ταυτόχρονα ο πόλεμος των φορολογικών συντελεστών μεταξύ περιφερειών και κρατών μειώνει σε σημαντικό βαθμό τα δημόσια οφέλη από την παρουσία των πολυεθνικών  εταιρειών[4]. Στα τέλη όμως της δεκαετίας του 1990 και στην δεκαετία του 2000, οπότε η τεχνολογία αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς, η διεθνής οικονομική ολοκλήρωση και η πίεση για μείωση του ρόλου της κεντρικής κυβέρνησης οδήγησε στην αλλαγή του στόχου της περιφερειακής και τοπικής αναπτυξιακής πολιτικής. Ο στόχος της προσέλκυσης επιχειρήσεων για μετεγκατάσταση αντικαταστάθηκε από τον στόχο της ενδογενούς δημιουργίας νέων επιχειρήσεων. Η πολιτική προώθησης της επιχειρηματικότητας αποτελεί πλέον βασικό πυλώνα της στρατηγικής για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας και μιας περιφέρειας.
Η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, απεξαρτημένη από την Αθήνα, πρέπει να προχωρήσει στον σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας στρατηγικής αρχιτεκτονικής για την παραγωγική σύγκλιση με τον μέσο όρο των πλούσιων περιφερειών της ΕΕ. Βασικό εργαλείο αυτής της στρατηγικής αρχιτεκτονικής θα πρέπει να αποτελεσει η εφαρμογή μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής σε περιφερειακό επίπεδο με έμφαση την ενδογενή δημιουργία επιχειρήσεων. Ειδικότερα η πολιτική αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής στάδια:
·       Αναγνώριση των παραγωγικών τομέων και κλάδων στους οποίους θα πρέπει να επενδύσει στο μέλλον η Περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας. Το παρελθόν είναι παρελθόν. Η περιφέρεια πρέπει να κοιτάξει μπροστά. Η μελέτη των τάσεων της παγκόσμιας ζήτησης, των παραγωγικών πόρων που διαθέτει η περιφέρεια, των πόρων που είναι αναγκαίοι για την εφαρμογή της στρατηγικής αρχιτεκτονικής αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για το σχεδιασμό του μέλλοντος.
·       Στο επόμενο στάδιο θα πρέπει να γίνει ο χωρικός και ποσοτικός σχεδιασμός των παραγωγικών δράσεων. Για παράδειγμα ποιοι κλάδοι και πόσες επιχειρήσεις θα εγκατασταθούν στο νομό Πιερίας
·       Παράλληλα, με ειδικές δράσεις θα πρέπει να αλλάξει η στάση των κατοίκων και ειδικά των νέων απέναντι στην επιχειρηματική δράση. 
·       Τέλος, με ειδικά προγράμματα θα αυξηθεί ο όγκος των νέων επιχειρήσεων. Τα προγράμματα αυτά θα αφορούν νέους, γυναίκες, αγρότες. Ειδική δράση πρέπει να αφορά τους φοιτητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και της τεχνικής εκπαίδευσης .
·       Τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα παίξουν το καταλυτικό ρόλο σε όλα τα παραπάνω, καθώς αποτελούν τον μόνο φορέα δημιουργίας και μεταφοράς γνώσης στην περιφέρεια. Εάν δεν υπάρξει αυτή η συνεργασία δεν μπορούμε να αναμένουμε αποτελέσματα θετικά σε μια εποχή έντασης γνώσης και καινοτομίας.
·       Τέλος, πρέπει να σκεφτούμε τον ρόλο του αποδήμου ελληνισμού τόσο για την αγορά των αγαθών που θα παραχθούν όσο και για την χρηματοδότηση της προσπάθειας, με αμοιβαίο βέβαια όφελος.[5]
Συμπερασματικά, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας πρέπει να σχεδιάσει το μέλλον της στηριζόμενη στην παράδοση δυναμικά και όχι στατικά. Το παρελθόν δεν πρέπει να «στοιχειώνει» το μέλλον της περιοχής. Μόνο με μια στρατηγική αρχιτεκτονική με στόχο την πραγματική σύγκλιση με τις πλούσιες περιφέρεις της Ευρώπης,  που θα σχεδιαστεί από το «μηδέν» μπορεί να απελευθερώσει το όποιο αναπτυξιακό δυναμικό διαθέτει η περιοχής μας. Ιδού πεδίο δόξης λαμπρό για τους νέους αιρετούς.


[1] Το 1997 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Κεντρικής Μακεδονίας αντιστοιχούσε στο 100 % του αντίστοιχου της Αττικής. Το 2001, μετά την κατάρρευση του χρηματιστηρίου, αντιστοιχούσε στο 65,1% ενώ το 2007 ανήλθε μόλις σε 56,6%! Μέσα, δηλαδή, σε μια δεκαετία το βιοτικό επίπεδο της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας απέκλινε κατά 45% από το αντίστοιχο της Περιφέρειας Αττικής.
[2] Στατικό συγκριτικό πλεονέκτημα ορίζεται εκείνο που χαρίζεται σε μια περιοχή από τη φύση πχ. κλίμα, γη, αφθονία φθηνού εργατικού δυναμικού και το οποίο δεν αυξάνει με το πέρασμα του χρόνου. Δυναμικό συγκριτικό πλεονέκτημα ορίζεται το απόθεμα των ανθρωπογενών πόρων πχ. οι γνωσιολογικοί πόροι και το οποίο μπορεί να αυξηθεί με το πέρασμα του χρόνου.
[3] Όπως για παράδειγμα ο νόμος «fast track» για την προσέλκυση μεγάλων ξένων επενδύσεων. Κατά την άποψη μου ο νόμος αυτός μπορεί, επιεικώς, να χαρακτηριστεί ως τριτοκοσμικός, καθώς δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά του θεσμικού πολιτισμού των χώρων της Ευρώπης.
[4] Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εταιρεία Google Europe, η οποία έχει έδρα την Ιρλανδία και η οποία μέσω ενός πολύπλοκου δικτύου θυγατρικών καταφέρνει να πληρώνει φόρους σε έναν  φορολογικό παράδεισο σε νησιά της Καραϊβικής.
[5] Για τον ρόλο αυτό μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει στο βιβλίο, Ν. Βαρσακέλης, Χ. Κουτσουλιάνος, Ε. Ζήκου (2010) «Τοπική Αυτοδιοίκηση και Επιχειρηματικότητα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου